ΚΑΜΙΑ ΑΝΟΧΗ ΣΤΟΥΣ ΝΑΖΙ – ΟΥΤΕ ΣΤΗΝ ΛΑΜΨΑΚΟ, ΟΥΤΕ ΠΟΥΘΕΝΑ

 

Την Κυριακή 18/3 οι ναζί της Χρυσής Αυγής εγκαινιάζουν τα γραφεία τους στην Νέα Λάμψακο προσπαθώντας, μετά κι από την αλλαγή του αρχηγού τους στην Εύβοια, να δώσουν προς τα έξω μία εικόνα αναδιοργάνωσης. Γι’ αυτόν το σκοπό επιστρατεύουν και τον φύρερ τους Μιχαλολιάκο ο οποίος θα είναι ομιλητής στη φασιστοσύναξη.

Καλούμε σε αντιφασιστική συγκέντρωση την Κυριακή 18/3 στις 4:00 μμ στα “Αγάλματα” στην παραλία της Χαλκίδας. Το κάλεσμα συνυπογράφουμε το Ουλαλούμ, ο Ανάποδος Χαλκίδας και αντιφασίστες/αντιφασίστριες από την Χαλκίδα. Παρακάτω, το κοινό κείμενο που μοιράζεται από σήμερα.

ΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ ΒΑΘΙΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΤΟΝ
ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΟΝΟΣ, ΤΣΑΚΙΣΕ ΤΟΝ

Η νεοναζιστική συμμορία της χρυσής αυγής ανοίγει ξανά τα γραφεία της μετά
τον εσωτερικό της πόλεμο που οδήγησε στο κλείσιμο των προηγούμενων. Μέσα στο καταπιεστικό περιβάλλον της πολύμορφης κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια, βιώνουμε μια συντονισμένη προσπάθεια της νεοναζιστικής συμμορίας, με τις πλάτες του κράτους, να εκμεταλλευτεί και αυτή με τη σειρά της την κατάσταση και να επιβάλλει την ιδεολογία της.

Την Κυριακή έχουν προγραμματίσει τα εγκαίνια των νέων τους γραφείων στο
δρόμο Χαλκίδας-Αμαρύνθου στη Ν. Λάμψακο , είναι όμως ντροπή για την ίδια την πόλη η ύπαρξή τους ανάμεσά μας, και όχι μόνο δεν πρέπει να σιωπήσουμε αλλά οφείλουμε να αντισταθούμε ενάντια στην εξάπλωση της ρητορικής του μίσους που σπέρνουν και των εγκληματικών τους ενεργειών. Η χρυσή αυγή είναι μια νεοναζιστική οργάνωση που δρα με τραμπούκικο τρόπο, με την ανοχή και πολλές φορές την απροκάλυπτη στήριξη του κράτους και των μέσων μαζικής προπαγάνδας. Οι πρακτικές της περιλαμβάνουν οργανωμένες, ρατσιστικές επιδρομές και μαχαιρώματα, απεργοσπαστικές απόπειρες και επιθέσεις στο αντιφασιστικό κίνημα.Είναι επίσης πάντα χρήσιμη σαν εργαλείο στα χέρια των αφεντάδων και πρόθυμη να φέρει “είς πέρας” οτιδήποτε προστάζει το κεφάλαιο.

Τη φυσιολογική οργή που γεννάει μια εκμεταλλευτική κοινωνία οι φασίστες και οι εθνικιστές προσπαθούν να την στρέψουν αλλού. Ποτέ δεν χτύπησαν τους πραγματικούς ενόχους που είναι οι τράπεζες και τα υπουργεία, αλλά τους εξαθλιωμένους.

Μέσα σε αυτόν το ζόφο όμως υπάρχει ένας κόσμος που δρα και αγωνίζεται
ενάντια στον εκφασισμό της κοινωνίας, μέσα από ακηδεμόνευτους αγώνες σε
συλλογικά και αντιιεραρχικά σχήματα. Που είναι ενάντια στην ανάδυση νέων
αυταρχισμών και βέβαια στην πιο αποτρόπαιη έκφρασή τους που είναι ο
νεοναζισμός των αποβρασμάτων της Χ.Α, παίρνοντας ξεκάθαρη θέση,
προτάσσοντας την αλληλεγγύη, την ισότητα και την ελευθερία για όλους τους καταπιεσμένους. Θεωρούμε ότι ο βασικότερος στόχος πρέπει να είναι η
δημιουργία ενός κινήματος που θα ενώνει στον ίδιο αγώνα εκείνους που,
αηδιασμένοι από τις εξουσιαστικές πολιτικές συνειδητοποιούν ότι είναι καιρός να αντιπαραθέσουν σε μια διεφθαρμένη κοινοβουλευτική/καπιταλιστική ολιγαρχία, την αυτοοργάνωση της ζωής μας.

Ανάποδος Α.Σ.Χ., ΟΥΛΑΛΟΥΜ, Αντιφασίστες/στριες Χαλκίδας

Εκδήλωση – συζήτηση στην Ευτοπική Βιβλιοθήκη για την αγροτική κομμούνα URUPIA (νότια Ιταλία)

Εκδήλωση – συζήτηση για την αγροτική κομμούνα URUPIA (νότια Ιταλία) με μέλος της, Κυριακή 28/1/2018 στις 18:00 στην Ευτοπική Βιβλιοθήκη
Αιγάλεω – Θηβών 353, β’ όροφος (πλησίον ΜΕΤΡΟ Αιγάλεω)

«Η Ουρουπία δεν είναι ένα μέρος για να αποτραβηχτείς από τον κόσμο, αλλά ένας χώρος και ένας χρόνος για να πειραματιστείς έναν διαφορετικό κόσμο, έχοντας τα πόδια σου στέρεα στη γη».

Περισσότερα για την Ουρουπία: https://urupia.wordpress.com/

Ευτοπική Βιβλιοθήκη
https://eutopiclibrary.espivblogs.net/

Με κανέναν από τους δύο, του Andrea Papi

Κείμενο του ιταλού αναρχικού Αντρέα Πάπι στο περιοδικό A Rivista Anarchica για την ισραηλο-παλαιστινιακή σύγκρουση με αφορμή τα γεγονότα του καλοκαιριού του 2014. Το κείμενο παραμένει ακόμη επίκαιρο γιατί αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η αναρχική κριτική προσεγγίζει το “παλαιστινιακό ζήτημα”  χωρίς ίχνος αντισημιτισμού, ισλαμοφοβίας και άλλων δαιμονοποιήσεων, αρνούμενη  κάθε ταύτιση με τις  εκατέρωθεν ηγεσίες και καταγγέλλοντας  τα εξουσιαστικά τους παιχνίδια εις βάρος των λαών που δήθεν υπερασπίζονται.  Πέρα δηλαδή από την ορθότητα των επιμέρους επιχειρημάτων το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται η σκέψη του Πάπι σκιαγραφεί μερικούς από τους βασικούς άξονες που χαρακτηρίζουν την ελευθεριακή προσέγγιση: αναγνώριση της πολυπλοκότητας της κατάστασης και αποφυγή κάθε μανιχαϊσμού και βέβαια της συνωμοσιολογίας, κριτική στην ανεπάρκεια και τη στρέβλωση που χαρακτήριζε ανέκαθεν την αντιιμπεριαλιστική αριστερή στάση, κριτική στον κρατισμό και διαχωρισμός των συμφερόντων των ηγεσιών από τα συμφέροντα των πληθυσμών που εξουσιάζουν, κριτική στα ολέθρια αποτελέσματα των εκατέρωθεν μιλιταρισμών, στις πολιτικές του κράτους του Ισραήλ (στις δυσανάλογα συντριπτικές απαντήσεις του στρατού, στους εποικισμούς και τον έλεγχο του νερού), τις αυτοκτονικές τακτικές των παλαιστινιακών ηγεσιών εναντίον του λαού που δήθεν υπερασπίζονται και την απαράδεκτη ιδέα της “θυσίας” και του “μαρτυρικού θανάτου”,  στον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό, κριτική στην εβραιοφοβία και τον ξεκάθαρο αντισημιτισμό της απαίτησης για εξολόθρευση του κράτους του Ισραήλ, επικέντρωση της αναρχικής πρότασης  στα ελευθεριακά ιδανικά (ενάντια σε κάθε κρατική λογική και καταπίεση), στον αντιμιλιταρισμό και την ανάδειξη των αντιπολεμικών-συμφιλιωτικών φωνών και στους δύο λαούς – ούτε με τη Χαμάς ούτε με το κράτος του Ισραήλ αλλά με εκείνους ανάμεσα στους δύο λαούς που εργάζονται «για την παύση της σύγκρουσης και την ελεύθερη συνύπαρξη των λαών (και των ατόμων), για τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων κι όλων των καταπιεσμένων».

 

Με κανέναν από τους δύο

του Andrea Papi

 

Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να παραταχθούμε με τους τελευταίους, με τους πληθυσμούς, πέρα από τις δύο παρατάξεις και εναντίον τους,  διότι και οι δύο, αν και με διαφορετικούς τρόπους και αντικρουόμενα κίνητρα, τους καταπιέζουν συνεχώς με μια τυραννία που υπαγορεύεται από αντικρουόμενες κρατικές λογικές.

 

Τον Μάρτιο του 2009, γράφοντας σε αυτό το περιοδικό για την επίθεση στη Γάζα που είχε ξεκινήσει το κράτος του Ισραήλ στο τέλος του Δεκεμβρίου του 2008, σχολίαζα: «[…] προσωπικά διεκδικώ σθεναρά το δικαίωμα, το οποίο νιώθω ως υποχρέωση από ηθική άποψη, να μην παραταχθώ με κανέναν από τους δύο αντιπάλους. Το αντίθετο μάλιστα! Διορθώνομαι ελαφρώς. Πιστεύω ακράδαντα ότι πρέπει να παραταχθούμε με τους τελευταίους, με τους πληθυσμούς, πέρα από τις δύο παρατάξεις και εναντίον τους, διότι και οι δύο, αν και με διαφορετικούς τρόπους και αντικρουόμενα κίνητρα, τους καταπιέζουν συνεχώς με μια τυραννία που υπαγορεύεται από αντικρουόμενες κρατικές λογικές» (Logica militare di stato, “A” 342, marzo 2009).

Σχεδόν έξι χρόνια μετά, κάνοντας σκέψεις σχετικά με τον τελευταίο πόλεμο στην Παλαιστίνη αυτό το καλοκαίρι, όχι μόνο συμμερίζομαι ό,τι είχα γράψει τότε, αλλά βρίσκω ότι επιβεβαιώνεται ακόμη περισσότερο. Αν και η κατάσταση είναι ακόμη πιο πολύπλοκη και ριζωμένη, συνεχίζει να επιβεβαιώνει διάπλατα ότι πάνω στα σώματα ανθρώπινων μαζών αναπτύσσεται, συνειδητά ή όχι, μια σύγκρουση που τις βλέπει ως χειραγωγήσιμο πλήθος για συμφέροντα τα οποία προσπερνούν το ”κοινό καλό” που τόσο πολύ διατυμπανίζεται στα λόγια από τους δύο αντιπάλους. Ως πεισματάρης αντιμιλιταριστής είμαι όλο και πιο πεπεισμένος ότι δεν μπορούμε να παραταχθούμε με κανένα από τους δύο, ότι είναι ασυνεπές και απαράδεκτο να συνταχθείς με μια από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμμετέχοντας μέσω συμπαθειών για τον ένα ή τον άλλο.

Υπογραμμίζω αυτή την άποψη ωθούμενος από την εύλογη υποψία ότι στην ιταλική αριστερά, ιδίως σε μεγάλο μέρος της λεγόμενης ριζοσπαστικής, συνεχίζει να είναι διαδεδομένη μια συμπεριφορά, πολιτισμική και πολιτική συγχρόνως, η οποία τείνει να αγκαλιάσει στο σύνολό της την ”παλαιστινιακή υπόθεση”, τη Χαμάς ειδικότερα, ως συνέπεια της ιερής αγανάκτησης και καταδίκης ενάντια στην κατοχή και τη στρατιωτική επιθετικότητα που αναπτύσσει το κράτος του Ισραήλ εδώ και δεκαετίες. Αυθόρμητα μου έρχεται στο μυαλό ένας συνειρμός. Όταν στο Ιράν ο Χομεϊνί τη δεκαετία του ’70  ανέβηκε στην εξουσία  διώχνοντας τον Σάχη, η Lotta Continua, η οποία τότε θεωρούταν ως μια από τις πιο ριζοσπαστικές αιχμές της άκρας αριστεράς, στήριξε εκείνη την κατάληψη της εξουσίας ως έκφραση του λαού κι επειδή θεωρήθηκε μια παταγώδης ήττα του μισητού αμερικανικού καπιταλισμού. Δυστυχώς γενικότερα στη ριζοσπαστική αριστερά ο μοναδικός αληθινός εχθρός συνεχίζει απαράλλαχτα να παραμένει ο δυτικός ιμπεριαλισμός κυρίως όταν προέρχεται από τις ΗΠΑ. Ο τζιχαντιστικός ”ισλαμικός φονταμενταλισμός”, όπως ορίζεται από διαφορετικές μεριές, παραδείγματος χάρη, επειδή δεν αποτελεί έκφραση της οικονομικής δομής φαίνεται ότι συνεχίζει να θεωρείται σε κάθε του τμήμα μόνο μια δευτερεύουσα απειλή.

Θεωρώ αυτό το επαναλαμβανόμενο ”ιδεολογικό βίτσιο” ως μια ασυνάρτητη μετατόπιση οπτικής και μια επικίνδυνη τύφλωση του νοήματος του προκείμενου ζητήματος. Μπορεί δηλαδή να οδηγήσει σε παρανοήσεις στην ανάλυση και σε συμμαχίες, ευτυχώς γενικότερα περιορισμένες στο συναίσθημα, που απομακρύνουν από τις βάσεις πάνω στις οποίες θα έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να βασίζεται μια αριστερή οπτική, ειδικότερα μάλιστα αν είναι ελευθεριακή. Το ζήτημα σήμερα μοιάζει ακόμη πιο περίπλοκο και μπερδεμένο απ’ ότι ήταν έξι χρόνια πριν γιατί από τότε συνέβη μια σημαντική διεύρυνση των αντιμαχόμενων πλευρών. Τζιχαντιστικές ομάδες ισχυροποιήθηκαν στο εσωτερικό της Γάζας, με συνέπεια να αυξηθούν οι πολεμοχαρείς φωνές. Ένα πρακτορείο ειδήσεων στο διαδίκτυο στις 12 Αυγούστου ανέφερε: ”Ο στόχος του Τελ Αβίβ είναι να χτυπήσει το ένοπλο μέρος των δύο βασικών τρομοκρατικών οργανώσεων που δρουν στη Λωρίδα της Γάζας, δηλαδή τις Ταξιαρχίες  Ιζ αλ-Ντιν αλ- Κασάμ (Izz al-Din al-Qassam brigades) και τις Ταξιαρχίες Αλ Κουντς (Al Quds) αμφότερες της Χαμάς και του Κινήματος για την Ισλαμική Τζιχάντ στην Παλαιστίνη”.

Έξω από τη λογική των κρατών και εναντίον της

Διάφοροι παρατηρητές σημειώνουν ότι η Χαμάς είναι κατά κάποιο τρόπο όμηρη εσωτερικών δυνάμεων στη Γάζα που σπρώχνουν για τη ριζοσπαστικοποίηση της σύγκρουσης, με στόχο να οδηγήσουν τον αγώνα στις ακραίες του συνέπειες. Ο Caracciolo ( εφημερίδα Repubblica, 10 Ιουλίου 2014) υποστηρίζει ότι εκείνοι που σκότωσαν τους τρεις νεαρούς ισραηλινούς, αφορμή για την έκρηξη αυτής της τελευταίας σύγκρουσης, ήταν πολύ πιθανό μερικοί killer της φυλής Qawasamen που έχει τη βάση της στη Χεβρώνα και η οποία επιδίδεται από πολύ καιρό σε ενέργειες για να απαξιώσει την ηγεσία της Χαμάς. Ο Bernardo Valli (Repubblica, 9 Αυγούστου) από την άλλη αναφέρει ότι πέρα από τη συγκίνηση που προκάλεσαν οι σχεδόν 2000 νεκροί, η Χαμάς είναι αντιπαθής σχεδόν σε όλα τα καθεστώτα της περιοχής: το Ισραήλ, φυσικά, αλλά και την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και σχεδόν όλα τα εμιράτα του κόλπου, με την εξαίρεση του πλούσιου Κατάρ, […] ακόμη και η Τεχεράνη η οποία ασχολείται με τις συνομιλίες για τα πυρηνικά, […] σαν αποτέλεσμα μείωσε την υποστήριξη της Χεζμπολάχ στο Λίβανο, η οποία είναι ευαίσθητη στις βουλήσεις της Τεχεράνης.

Από τη μια μεριά έχουμε λοιπόν το ισραηλινό κράτος το οποίο μη αναγνωρίζοντας την πολιτική νομιμότητα της Γάζας επιτίθεται και βομβαρδίζει προκαλώντας μακελειό ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό κι από την άλλη μια αντίπαλη παλαιστινιακή πλευρά η οποία θεωρεί παράνομο το Ισραήλ, η οποία είναι όλο και περισσότερο εμποτισμένη με τζιχαντιστικές λογικές και με την ηγεσία της όλο και πιο απαξιωμένη, εκβιασμένη πολιτικά  από φονταμενταλιστικά πολεμοχαρή παρακλάδια. Από τη μια πλευρά η λογική του ισραηλινού κράτους συνεχίζει να επιτρέπει την κατοχή εδαφών με στρατιωτικές προσαρτήσεις και να διαχειρίζεται κατά βούληση τη χρήση του νερού, βασική για εκείνη την περιοχή, χωρίς να υπολογίζει τους ντόπιους παλαιστινιακούς πληθυσμούς. Από την άλλη μεγάλος αριθμός παλαιστινίων αρνείται κάθε πιθανότητα συνάντησης με τον εχθρό γιατί, αγγίζοντας ένα αληθινό αντισημιτισμό, θα ήθελε να εξαφανίσει από προσώπου γης το Ισραήλ ενώ από την άλλη πλευρά, σημαντικότατη για έναν ελευθεριακό, υποστηρίζει ένα τύπο κοινωνίας αντίθετης στις προϋποθέσεις της ελευθερίας (υποταγή των γυναικών και νόμοι με βαρύνουσα ισλαμική σφραγίδα).

Επιπλέον διάφορα πράγματα δεν ταιριάζουν με αυτά που συμβαίνουν. Αν, όπως  κατά κανόνα κάνουν η Χαμάς και ειδικότερα ο τζιχαντισμός, υποστηρίζεται μια μιλιταριστική εξεγερτική λογική υποτεινόμενη από τη θέληση για ανένδοτη εξόντωση του εχθρού, θα έπρεπε κατά συνέπεια να σκέφτονται με στρατιωτικούς όρους, δηλαδή να ενεργούν με στόχο τη νίκη στις μάχες. Κανένας εχέφρων μαχητής δεν επιτίθεται γνωρίζοντας από την αρχή ότι θα τις φάει για τα καλά. Όμως η Χαμάς και οι τζιχαντιστικές ομάδες, ενώ γνωρίζουν ότι θα υποστούν επιθέσεις που θα κοστίσουν μεγάλες απώλειες και στρατιωτών και αμάχων, συνεχίζουν να επιτίθενται στον μισητό εχθρό γνωρίζοντας ότι θα προκαλέσουν καταστροφικές για τους ίδιους αντιδράσεις. Γνώριζαν επίσης πολύ καλά ότι σχεδόν όλες τους οι βολές θα αναχαιτίζονταν από το αντιπυραυλικό αντιαεροπορικό ισραηλινό σύστημα καθιστώντας ασήμαντη κάθε επίθεση.

Οι ισραηλινοί θα είχαν παρατείνει την παύση πυρός χωρίς προϋποθέσεις, εκείνη που αρνήθηκε την πρόταση ήταν η Χαμάς υποχρεωμένη να αποδείξει ότι υπάρχει ακόμη μετά από 29 αιματηρές μέρες (Bernardo Valli, 9 Αυγούστου, εφημερίδα Repubblica). Δεδομένης της πυκνότητας του πληθυσμού στη Λωρίδα της Γάζας οι ράμπες για την εκτόξευση των πυραύλων συνήθως τοποθετούνται μέσα σε κατοικημένες περιοχές, όπως επίσης οι υπόγειες σήραγγες, οδηγώντας στον βομβαρδισμό και την καταστροφή τους. Δεν μπορείς να διεξάγεις πόλεμο ”σκάβοντας χαρακώματα” αντίστασης και επίθεσης απαιτώντας να μην χτυπηθούν αυτές οι εγκαταστάσεις επειδή βρίσκονται ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Σημαίνει αποδοχή της ιδέας για θυσία των αμάχων οι οποίοι στην πραγματικότητα χρησιμοποιούνται ως ασπίδες. Εγείρεται η υποψία της εξύμνησης του μαρτυρίου που είναι τυπική στον τζιχαντισμό.
Από την άλλη μεριά ποια διαφορετική λογική κινεί την ισραηλινή κυβέρνηση και τον στρατό αν όχι το να μακελέψουν έναν πολύ κατώτερο εχθρό; Έχοντας αποδειχθεί μέχρι στιγμής ότι είναι σε θέση να εκμηδενίσει και να καταστήσει (σχεδόν) αναξιόμαχο το επίπεδο της παλαιστινιακής επίθεσης γνωρίζει πολύ καλά τη στρατιωτική και τεχνολογική της υπεροχή. Δεν θα μπορούσε να περιοριστεί στο να την εξουδετερώνει χωρίς να βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές με αποτέλεσμα να εξοντώνει χωρίς διάκριση γυναίκες, παιδιά και άμαχους ηλικιωμένους; Θα μπορούσε ανάμεσα στα άλλα να αποδείξει στα μάτια του κόσμου αυτό που δηλώνει, ότι δηλαδή είναι η Χαμάς που έχει ως πραγματικό και μοναδικό στόχο την ολοκληρωτική του καταστροφή. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, ο πόλεμος απελευθερώνει τα χειρότερα ένστικτα και στα δύο μέτωπα, εξυψώνει την καταστροφική τάση των στρατών, κεντρίζει τον εθνικισμό, παραγκωνίζει τις φωνές της ειρηνιστικής (αρκετά παρούσες στο Ισραήλ) αντιπολίτευσης, μέσα σε μια σπειροειδή κίνηση έπαρσης, βιαιοτήτων και εκδικήσεων στις οποίες μοιάζει αδύνατο να αντισταθούν τα εμπλεκόμενα μέρη.

Η υπερίσχυση της καταστροφικής μιλιταριστικής λογικής είναι πολύ ενεργητική και παρούσα και στους δύο. Εκεί, από την αρχή, διεξάγεται ένας κλασικός πόλεμος για την υπεροχή, τον έλεγχο και την εξουσία, όπου κυριαρχεί κι επιβάλλεται με βιαιότητα ο πιο δυνατός. Ως αναρχικός και αντιμιλιταριστής δεν μπορώ ούτε θέλω να υποστηρίξω κανένα από τα δύο μέτωπα, αλλά να αντιταχθώ και στα δύο. Παρατασσόμενος – ναι αυτή τη φορά  – στο πλευρό εκείνου που, κι από τις δύο πλευρές, εργάζεται για την παύση της σύγκρουσης και την ελεύθερη συνύπαρξη των λαών (και των ατόμων), για τα δικαιώματα των γυναικών, των μειονοτήτων κι όλων των καταπιεσμένων. 

Andrea Papi

Μετάφραση Νίκος Χριστόπουλος

Πηγή A Rivista Anarchica, Οκτώβριος 2014.

 

Η χρεοκοπία του σοσιαλισμού

Ciudad Bolivar (Βενεζουέλα) – Ουρά σε αναμονή μπροστά σε ένα δημόσιο σουπερμάρκετ.

 

του Stefano Boni

 

Η εμπειρία του “μπολιβαριανού σοσιαλισμού”, στην αρχή με τον Τσάβες και κατόπιν με τον Μαδούρο, χαιρετίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό από την αριστερά. Η χρεοκοπία του σημαδεύει ακόμη μια ήττα της μαρξιστικής υπόθεσης.

Το ενδιαφέρον γι’ αυτό που συνέβαινε στη Βενεζουέλα μου προκλήθηκε το 2005 όταν η κυβέρνηση Τσάβες, υιοθετώντας μια σοσιαλιστική οπτική, προσέλκυσε τη συμπάθεια μεγάλου μέρους της ριζοσπαστικής αριστεράς. Θυμάμαι άρθρα στις φιλομαρξιστικές εφημερίδες τα οποία εξυμνούσαν τις λαϊκές μεταρρυθμίσεις και μια συνάντηση σε ένα τομέα της Κομμουνιστικής Αναγέννησης όπου γινόταν λόγος για «επανάσταση» και προβλεπόταν η λαϊκή χειραφέτηση. Ήμουν περίεργος να δω το μαρξισμό που γίνεται πραγματικότητα. Πήγα στη Βενεζουέλα αρκετές φορές ανάμεσα στο 2006 και το 2014 για να καταλάβω αυτό που συνέβαινε πέρα από τη ρητορική που παρατασσόταν ιδεολογικά υπέρ ή κατά.

Μια δεκαετία μετά το πρώτο μου ταξίδι, στη Βενεζουέλα μπαίνουν στην ουρά για την προμήθεια του φαγητού. Οι θεραπευτικές φροντίδες υποφέρουν από μια μακρά έλλειψή βασικών φαρμάκων, ανάμεσα στα οποία είναι τα αντιβιοτικά. Το ηλεκτρικό είναι διαθέσιμο μόνο για λίγες ώρες τη μέρα. Ο δείκτης της εγκληματικότητας συνεχίζει να ανεβαίνει και σήμερα είναι ανάμεσα στα πιο υψηλά επίπεδα στον κόσμο. Ο πληθυσμός είναι τραυματισμένος. Η εκλογική υποστήριξη που δόθηκε στον Τσάβες και τις μεταρρυθμίσεις του το 1998 διακόπηκε δραματικά τον Δεκέμβριο του 2014 όταν στις βουλευτικές εκλογές ανέβηκε το μέτωπο των αντιπολιτεύσεων (ανάμεσα στις οποίες πολλές της αριστεράς).

Τώρα η χώρα βρίσκεται σε ένα θεσμικό αδιέξοδο που οφείλεται στην συμπαρουσία ενός τσαβικού προέδρου, του Μαδούρο ο οποίος διαδέχθηκε τον Τσάβες μετά το θάνατό του το 2013, και ένα κοινοβούλιο στα χέρια της αντιπολίτευσης μέσα σε ένα περιβάλλον ισχυρότατης και πια παγιωμένης, κομματικής πόλωσης. Σε μια χώρα στην οποία πάρα πολλοί έχουν στην κατοχή τους όπλα, είναι πιθανό η σύγκρουση ανάμεσα στον τσαβισμό και την αντιπολίτευση να μετατραπεί όλο και περισσότερο σε ένοπλη σύγκρουση με απρόβλεπτες συνέπειες. Η ρητορική του ανοικτού, πλουραλιστικού, δημοκρατικού, νοτιοαμερικανικού δρόμου για το σοσιαλισμό, διήρκεσε όσο το επέτρεπαν τα έσοδα από τα πετρέλαια. Το όνειρο εξαφανίστηκε μέσα σε λίγους μήνες όταν η τιμή του πετρελαίου, που αφορά το 95% των εξαγωγών της Βενεζουέλας και υποστηρίζει μεγάλο μέρος της εσωτερικής κατανάλωσης, κατέρρευσε από περισσότερο από τα 100 $ το βαρέλι που είχε τον Ιούνιο του 2014 στα 30/60 $ των τελευταίων δύο ετών. Η πομπώδης επαναστατική ρητορική γίνεται φτηνή προπαγάνδα απέναντι στη νιοστή καταστροφή του μαρξιστικού Κράτους.

Η κατάρρευση του σοσιαλισμού του 21ου αιώνα στη Βενεζουέλα έχει τις ιδιαιτερότητές της αλλά συγχρόνως μοιάζει με τις χρεοκοπίες των αριστερών καθεστώτων τον 20ο αιώνα. Αξίζει να σκεφτούμε τους λόγους της νιοστής χρεοκοπημένης “επανάστασης”. Η βενεζουελάνικη δυναμική άρχισε σιγά σιγά να καταρρέει κυρίως όταν, ανάμεσα στο 2005 και το 2007, η κυβέρνηση αποφάσισε να δυναμώσει τον κάθετο συγκεντρωτισμό, περιορίζοντας τη διαφοροποιημένη συμμαχία που υποστήριζε τον Τσάβες σε ένα μοναδικό κόμμα (το PSUV, Partido Socialista Unido de Venezuela) βαμμένο κόκκινο και ευθυγραμμισμένο πάνω σε μια σοσιαλιστική χορογραφία και ρητορική.

Μα ποια συμμετοχική δημοκρατία;
Ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές που προώθησε ο Τσάβες ήταν εκείνες που προσπαθούσαν να προωθήσουν τη συμμετοχική δημοκρατία. Τα consejos comunales (CC) είναι συνελεύσεις γειτονιάς που περιλαμβάνουν, σε αστικό περιβάλλον, ανάμεσα στις 200 και 400 οικογένειες οι οποίες συγκροτούνται ως πολιτικό υποκείμενο. Προβλέπονται μορφές συντονισμού των CC, τα οποία ονομάζονται κοινότητες και τα οποία μέχρι τώρα δεν έχουν λειτουργήσει. Η συγκρότηση των CC εμπιστευόταν στις κοινότητες, το ανώτερο όργανο αποφάσεων ήταν η συνέλευση των πολιτών, η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν ανοικτή σε όλους τους κατοίκους άνω των 15 ετών. Αυτά τα όργανα όμως εντάχθηκαν μέσα σε μια νομοθεσία και γραφειοκρατικοποίηση της συμμετοχικής δημοκρατίας που προέβλεπε τον αυστηρό έλεγχο και την έγκριση των κρατικών θεσμών: οι αποφάσεις έπρεπε να καταγράφονται, οι πράξεις των συνελεύσεων να κωδικοποιούνται, όφειλαν να συγκροτήσουν ένα οικονομικό όργανο για να λαμβάνουν οικονομικές βοήθειες. Ιδρύθηκαν το 2005 και ήδη το 2009 τα CC είχαν γίνει, κατά πιο προφανή τρόπο, δίαυλοι για τον πολιτικό προσηλυτισμό του PSUV. Η λαϊκή συμμετοχή προοδευτικά μειώθηκε ενώ η διαφθορά και η προσωπική ιδιοποίηση των κοινοτικών χρημάτων αυξήθηκε. Στον δικό μου τομέα έρευνας σχεδόν τα μισά από τα CC είχαν μπλοκαριστεί το 2014 για δικαστικούς ή οικονομικούς λόγους.
Το μάθημα είναι ότι η συμμετοχική δημοκρατία για να είναι συνεπής με τις προϋποθέσεις της πρέπει να αναπτυχθεί έξω από τους πολιτικούς θεσμούς. Ο κρατικός έλεγχος πάνω στην άμεση δημοκρατία σημαίνει αναστολή της δημιουργικότητας και του πειραματισμου, τα οποία θυσιάζονται στην ομογενοποιημένη γραφειοκρατική κωδικοποίηση, σημαίνει να μεταφέρεις τις κομματικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της κοινοτικής οργάνωσης, σημαίνει να διαθέτεις πολιτικά υποκείμενα τα οποία γεννήθηκαν ως αυτόνομα για να αποτελέσουν μια πελατειακή εναλλακτική μέσα στο κομματικό σύστημα. Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνητών που ασχολήθηκαν με το φαινόμενο αναγνωρίζει ότι τα κοινωνικά κινήματα υπό τον Τσάβεζ δεν ενδυναμώθηκαν στην ανεξαρτησία τους, αλλά μάλλον έγιναν διαπλεκόμενα, επιχορηγούμενα, και συγκεντρωτικά.

Ή αυτοδιαχείριση ή κρατική πρόνοια
Η αύξηση των κοινοτικών εντάσεων (κλοπές, αντίπαλες φατρίες, ανταγωνισμός ανάμεσα σε αρχηγούς γειτονιών) οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην απόφαση να διατεθούν μεγάλες δημόσιες χρηματοδοτήσεις στα CC μετατρέποντας τη συνελευσιακή δημοκρατία σε ένα ομοίωμα συμμετοχής με σκοπό την παροχή κρατικών επιχορηγήσεων. Ακόμη και τα εκατοντάδες απαλλοτριωμένα εργοστάσια, οι αμέτρητοι συνεταιρισμοί-φάντασμα, τα πολλά διαφορετικά κοινωνικά κινήματα ταΐστηκαν και αναστατώθηκαν, προωθήθηκαν και ελέγχθηκαν μέσω δημόσιων χρημάτων. Για όλους αυτούς τους πολιτικούς πρωταγωνιστές που αναδύθηκαν από τη βάση, η βασική ανησυχία δεν ήταν να «πράξουν» αλλά να δώσουν τα διαπιστευτήριά τους στην κυβέρνηση για να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι από τα τεράστια πετρελαϊκά κέρδη (συνήθως προς όφελος κυρίως των ηγετών της οργάνωσης). Η λαϊκή ευαισθησία του τσαβισμού μεταφράστηκε σε πολιτικές κοινωνικών παροχών: τροφή που διανεμόταν σε ασήμαντες τιμές, βοηθήματα στις διάφορες μειονεκτούσες κατηγορίες (ή σε όποιον κατάφερνε να περνιέται για τέτοιος), διάθεση αγαθών σε πιστούς ψηφοφόρους, πλούσια παροχή βροχηδόν χρημάτων στις εκλογές. Οι λαϊκές τάξεις βέβαια ευνοήθηκαν με όρους ικανότητας κατανάλωσης και προσφοράς επιδοτούμενων υπηρεσιών όμως αυτό αντί να ενθαρρύνει την αυτοδιαχείριση και την αυτό-παραγωγή τις ανέστειλε. Η επιχειρηματικότητα εκμηδενίστηκε από την εισαγωγή αγαθών τα οποία πληρώνονταν από τα πετρελαϊκά έσοδα και διανέμονταν μέσω πελατειακών αλυσίδων. Ποιος θα προσπαθήσει, σε μικρές βιοτεχνικές μονάδες, να εκθρέψει  κοτόπουλα για την αγορά αν το κράτος αγοράζει τα βιομηχανοποιημένα από τη Βραζιλία και τα διανέμει σε μια επιδοτούμενη τιμή λίγων δεκάδων εκατοστών του ευρώ; Αντί για τον δύσκολο δρόμο της χρήσης των πετρελαϊκών εσόδων για τη συγκρότηση μιας τοπικής ή εθνικής αυτονομίας (ενδυναμώνοντας την παραγωγή ενέργειας, την παραγωγή φαρμάκων, την ικανότητα εξαγωγής πετρελαίου χωρίς ανάθεση των έργων στις πολυεθνικές), το PSUV προτίμησε το δρόμο της εύκολης κατάκτησης της συναίνεσης ανταλλάσσοντας τους υδρογονάνθρακες με καταναλωτικά αγαθά προς διανομή στους ψηφοφόρους των φτωχών γειτονιών.
Το μάθημα είναι ότι ένα αριστερό κόμμα μπορεί να αγοράσει τη συναίνεση, να νικήσει τις εκλογές, να παραχωρήσει οφέλη στις λαϊκές τάξεις όμως αυτό ναρκοθετεί την πολιτική και παραγωγική τους αυτονομία. Το να είσαι από τη μεριά του «λαού» δεν σημαίνει συγκεντροποίηση πηγών ώστε να της διανείμεις στρατηγικά προς ικανοποίηση των ηδονιστικών του ορέξεων και μετά, κατά τη διάρκεια εκλογών, να ζητάς την ψήφο από τους επωφελούμενους. Η αυτοδιαχείριση είναι μια εναλλακτική πρακτική στη μαρξιστική πρόνοια γιατί βασίζεται στην υπευθυνότητα και τη συλλογική και ατομική ανεξαρτησία, μάλλον σε ένα ενεργό πράττειν παρά στην προώθηση της παθητικότητας. Για αυτόνομα πολιτικά υποκείμενα, τα δημόσια χρήματα είναι δηλητηριώδη δώρα που δημιουργούν εξάρτηση.

Η αυταπάτη του καλού αρχηγού
Καθώς σιγά σιγά ο βαθμός της διαφθοράς και του συντηρητισμού των τσαβιστών πολιτικών έγινε φανερός, οι πιο ριζοσπαστικοί τομείς της βάσης , αντί να ασκήσουν κριτική στην κρατική αρχιτεκτονική απευθύνθηκαν στον πρόεδρο. Οι αγωνιστές των γειτονιών αναγνώριζαν ότι η επανάσταση έπαιρνε άσχημη τροπή αλλά σε ένα περιβάλλον στο όποιο οι μοχλοί της εξουσίας βρίσκοντας υπό την κατοχή, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, των ηγετικών κορυφών του κόμματος-κυβέρνησης, εμπιστεύονταν τις ελπίδες μιας επαναστατικής στροφής σε μια προνοιακή παρέμβαση του Τσάβες. Δεν συνέβη και δεν θα συνέβαινε ακόμη κι αν ο Τσάβες δεν πέθαινε. Η ιδέα του καλού αρχηγού, που είναι κοντά στο λαό, εγγυητής της επανάστασης, εκπρόσωπος των αναγκών των φτωχών είναι μια επαναλαμβανόμενη απάτη της μαρξιστικής παράδοσης. Δημιούργησε μόνο την άκριτη εξύψωση αρχηγών όλο και περισσότερο μουμιοποιημένων και την έλλειψη αναγνώρισης των ικανοτήτων αυτοπροσδιορισμού των πολύμορφων υποκειμενικοτήτων που συνθέτουν το κοινωνικό σώμα. Η κορυφή της κυβερνητικής αλυσίδας, η οποία απαράλλαχτα στον μαρξισμό παίρνει τη μορφή του φωτισμένου, αγιοποιημένου, θεοποιημένου αρχηγού είναι  μια από τις αμετάβλητες αιτίες των χρεοκοπιών των επαναστατικών τάσεων παρά της ενδυνάμωσής τους.

Να ξεπεράσουμε τη συγκεντροποίηση της εξουσίας
Θα άξιζε τον κόπο να συζητήσουμε με έναν που υποστηρίζει ακόμη κομμουνιστικές προοπτικές πάνω στις επαναλαμβανόμενες αποτυχίες των κόκκινων επαναστάσεων. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε –δικαίως- ότι και το αναρχικό ιδανικό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στο περιβάλλον μιας σύγχρονης και πολύπλοκης κοινωνίας. Κι όμως ο αναρχισμός και ο μαρξισμός που έγιναν ιστορία έχουν διαφορετικές πορείες και μοίρες.
Στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία τα περιβάλλοντα μέσα στα οποία επιβεβαιώθηκε μια ελευθεριακή πρακτική (σκέφτομαι την κομμούνα του Παρισιού το 1871 και την Ισπανία του 1936) δεν μεταμορφώθηκαν ούτε σε δικτατορία, ούτε εξερράγησαν εσωτερικά, αλλά μάλλον καταστάληκαν από τη στρατιωτική βία, όπως πολλές από τις αμέτρητες εκφράσεις της κοινωνίας με διάχυτη εξουσία που χαρακτήρισαν την ιστορία της ανθρωπότητας. Η ιστορία θέτει στους αναρχικούς το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα υπερασπιστούν τις ελευθεριακές πράξεις από τη στρατιωτική καταστολή. Απεναντίας η σύγχρονη Βενεζουέλα είναι το νιοστό παράδειγμα των αντιφάσεων και των εσωτερικών ασυνεπειών του μαρξισμού που γίνεται Κράτος που θα άξιζε τον κόπο να αποφύγουμε στο μέλλον.
Αν οι μαρξιστές πιστεύουν στην ισότητα και την αυτοδιαχείριση από τα κάτω, η ιστορία διδάσκει ότι αυτό το πρόταγμα είναι ασύμβατο με συγκεντρωτικές μορφές εξουσίας, με την άσκηση της μονοπωλιακής θεσμικής κυριαρχίας, με λίγα λόγια με το Κράτος. Μερικές τάσεις του σύγχρονου μαρξισμού αρχίζουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν την ασυμβατότητα των διακηρυγμένων στόχων του κομμουνισμού με τα κλασικά εργαλεία της αριστεράς: την επαναστατική πρωτοπορία, την κατάληψη της εξουσίας, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το ξεπέρασμα της μαρξιστικής θέλησης να υποστηρίζει τη συγκεντροποίηση σε προέδρους, Κράτη, κόμματα θα επέτρεπε επίσης την αναγνώριση ωφέλιμων οργανωτικών συγγενειών ανάμεσα σε κομμουνιστές και αναρχικούς, σε μια στιγμή στην οποία δείχνει επείγουσα η αναζήτηση συμμαχιών που θα συγκροτούνται πραγματικά ενάντια σε ένα μέτωπο κρατικής-επιχειρηματικής-χρηματιστικής εξουσίας το οποίο γίνεται όλο και περισσότερο αλαζονικό, καταπιεστικό, βίαιο.

Stefano Boni

(Οκτώβριος 2016)

Η μετάφραση έγινε από τη μεταφραστική ομάδα “Ο Άγις Στίνας σας στέλνει χαιρετίσματα!“.

Πηγή: http: A rivista anarchica

Ο Stefano Boni είναι ιταλός ανθρωπολόγος γεννημένος στη Ρώμη το 1970, με σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Έχει διεξάγει επιτόπιες έρευνες στην Γκάνα, τη Βενεζουέλα και την Ιταλία. Σήμερα διδάσκει πολιτισμική ανθρωπολογία και πολιτική ανθρωπολογία στα πανεπιστήμια της Modena και Reggio Emiglia. Μερικά βιβλία του έχουν τους τίτλους: Πολιτισμοί και εξουσίες (εκδόσεις Eleuthera), Ζωή χωρίς αφεντικά – ανθρωπολογία της καθημερινής εξέγερσης (εκδόσεις Eleuthera), HOMO COMFORT – Η τεχνολογική υπέρβαση του μόχθου και οι συνέπειές της (εκδόσεις Eleuthera), Οι δομές της ανισότητας ( εκδόσεις Angeli).

Όταν η αριστερά είναι το πρόβλημα

Του Ραούλ Ζιμπέκι

Πολύ εύστοχο άρθρο του Ραούλ Ζιμπέκι για την κατάσταση στη Βενεζουέλα. Το γεγονός ότι η αφηνιασμένη πολιτική δεξιά στη Βενεζουέλα προσπαθεί με κάθε μέσο να προκαλέσει ένα λουτρό αίματος δεν ακυρώνει την πραγματικότητα μιας βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο ελίτ. Από τη μία είναι η παραδοσιακή πραξικοπηματική ελίτ που απομακρύνθηκε από την εξουσία του Κράτους και κάνει τα πάντα ώστε να παραχωρήσει τη χώρα στα χέρια του Τραμπ και από την άλλη η νέα “μπολιβαριανή” αστική τάξη. Το σημαντικό στην περίπτωσή του Ραούλ Ζιμπέκι είναι ότι η μεγάλη του εμπειρία πια με τα κινήματα και τις επαναστάσεις των “από τα κάτω”, του δίνει τη δυνατότητα να έχει μια καθαρή ματιά που δεν χαρίζεται σε καμία εξουσία. Κοιτώντας λοιπόν από τη μεριά της βάσης, των εκμεταλλευόμενων λαών, καταγγέλλει απερίφραστα το ψέμα που λέγεται αριστερά. “Η αριστερά αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι τη λύση”.  Δεν σταματάει όμως εκεί, αναζητάει ξανά το νόημα του αγώνα των “από τα κάτω” και υποστηρίζει ότι θα πρέπει να είναι ένας αγώνας που δεν θα αποσκοπεί στην κατάληψη του Κράτους και θα είναι απαλλαγμένος από την εμμονή με την εξουσία. Τροφή για σκέψη.

 

Αυτό που συμβαίνει στη Βενεζουέλα δεν έχει καμία σχέση με μια “επανάσταση”, ή με τον “σοσιαλισμό”, ή την “υπεράσπιση της δημοκρατίας”, ούτε καν με την χιλιοειπωμένη “μείωση της φτώχειας”, για να παραθέσουμε τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται δεξιά και αριστερά. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε το “πετρέλαιο” και θα ήμασταν πιο κοντά στην αλήθεια. Όμως τα γεγονότα αποκαλύπτουν άλλες ιδιαιτερότητες.

Βρισκόμαστε απέναντι σε έναν αμείλικτο αγώνα, ανάμεσα σε μια συντηρητική αστική τάξη η οποία απομακρύνθηκε από τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού, αν και διατηρεί  δεσμούς με το σημερινό Κράτος, και μια αναδυόμενη αστική τάξη η οποία χρησιμοποιεί το Κράτος ως μοχλό «πρωταρχικής συσσώρευσης».

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στις μικρές μας ιστορίες. Αυτό ήταν οι πόλεμοι της ανεξαρτησίας: ο αγώνας ανάμεσα στους παρηκμασμένους “godos” (τους  μοναρχικούς με ισπανική καταγωγή) και την αναδυόμενη «κρεολή*» ολιγαρχία, η οποία χρησιμοποίησε τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού για να νομιμοποιήσει τον σφετερισμό της γης των αυτόχθονων λαών. Η δεύτερη υποστηρίχτηκε από τις αγγλικές και γαλλικές αποικιοκρατικές δυνάμεις οι οποίες βρίσκονταν σε ανταγωνισμό με την παρακμάζουσα Ισπανία για τον έλεγχο των ανεξάρτητων αποικιών, με την ίδια λογική που οι σημερινοί προοδευτισμοί βασίζονται στη Κίνα, συμπεριλαμβανομένων και των συντηρητικών όπως είναι ο Macri, απέναντι στην ασταμάτητη παρακμή των ΗΠΑ.

Η αδύναμη τοπική κρεολή αστική τάξη στηρίχτηκε στις  κινητοποιήσεις των λαών (ινδιάνων, μαύρων και λαϊκών στρωμάτων) για να νικήσει την ισχυρή εξουσία των πενινσουλάρες (της υψηλής αστικής τάξης  με ισπανική καταγωγή). Παραχώρησε τη χειραφέτηση των σκλάβων με τους ίδιους σκοπούς που έχει σήμερα η νέα αστική τάξη όταν εφαρμόζει τις κοινωνικές πολιτικές που μειώνουν τη φτώχεια: και στις δύο περιπτώσεις εκείνοι που βρίσκονται από τα κάτω παραμένουν από τα κάτω ως εργατική δύναμη χαμηλού κόστους, χωρίς να έχουν μεταθέσει στο παραμικρό την κοινωνική τους θέση.

Οι νέες ελίτ στη Βενεζουέλα, αυτό που λαϊκά ονομάζεται «μπολιμπουρζουαζία» ( “boliburguesía”: όπου το  boli σημαίνει μπολιβαριανή, σ.τ.μ ), αποτελούν μια μείξη ανώτερων στελεχών των δημόσιων επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, υψηλόβαθμων στρατιωτικών και μερικών επιχειρηματιών που πλούτισαν στη σκιά των θεσμών. Διαχειριστές ενσωματωμένοι στον κρατικό μηχανισμό. Γι’ αυτό αντιστέκονται και δεν θέλουν να χάσουν την εξουσία, γιατί όλο το δίκτυό τους θα καταρρεύσει.

Μερικοί έχουν ήδη καταφέρει να μετατρέψουν τα εισοδήματα που οικειοποιήθηκαν σε ιδιωτική ιδιοκτησία. Όμως ένα μεγάλο μέρος βρίσκεται ακόμη μέσα σε αυτή τη διαδικασία. Γι’ αυτό το λόγο ο βραζιλιάνος κοινωνιολόγος Ruy Braga χαρακτηρίζει τους  συνδικαλιστές που διαχειρίζονται τα συνταξιοδοτικά ταμεία της χώρας του, τη νέα αναδυόμενη τάξη, ως μέρος μιας «εύθραυστης ηγεμονίας».

Ο Roland Denis λέει ότι στη χώρα του κυβερνούν οι μαφίες: «Ο Μαδούρο μπορεί να έχει τις καλύτερες προθέσεις, όμως μέσα στην κυβέρνηση έχει επιβληθεί ένα πολύ ισχυρό λόμπι από μαφίες» (La Razon). Ο φιλόσοφος και πρώην αναπληρωτής υπουργός Σχεδιασμού και Ανάπτυξης (2002-2003), επιβεβαιώνει ότι πολλοί από αυτούς τους μαφιόζους είναι τραπεζίτες κι άλλοι προέρχονται από παλιές ομάδες που «απομυζούν τα πετρελαϊκά έσοδα» οι οποίες είναι εγκατεστημένες εκεί πριν από πολλά χρόνια.

Χτυπάει σκληρά τους «διανοούμενους» που καλύπτουν τις βρώμικες πρακτικές της εξουσίας: «Με μια αριστερή γλώσσα δικαιολογούν μια πολιτική η οποία ευνόησε μόνο τους τραπεζίτες, τους μεγάλους εισαγωγείς, τις μονοπωλιακές και υπερεθνικές αλυσίδες. Συγχρόνως, πρόκειται για μια πολιτική η οποία, επιβάλλοντας τιμές και εταιρίες κατέστρεψε τη μικρή παραγωγή καφέ και ζάχαρης ευνοώντας του εισαγωγείς. Εν τω μεταξύ, τα πακέτα καφέ με την ένδειξη Βενεζουέλα που προορίζονται για τις σακούλες των  Επιτροπών Τροφοδοσίας και Παραγωγής (CLAP) εξυπηρετούν μόνο στο να μπερδεύουν τους αδαείς».

Η άλλη οπτική γωνία, η τσαβική-μαδουρική που ενοχοποιεί για όλα τους άλλους, είναι εκείνη που εκφράζει η Marta Harnecker: «Ο ιστορικός χρόνος είναι υπέρ μας. Αυτό που μας βοηθάει σε αυτό τον αγώνα ενάντια στις συντηρητικές δυνάμεις είναι ότι το είδος της κοινωνίας που προτείνουμε και αρχίζουμε να δημιουργούμε, απαντάει αντικειμενικά στο συμφέρον της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, σε αντίθεση με τις συντηρητικές δυνάμεις οι οποίες ευνοούν προνομιακά μόνο τις ελίτ» “(Rebelion, 4 Απριλίου 2017).

Η αριστερά
Στο φως αυτού που συνέβη στην περιοχή κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε έναν επαναπροσδιορισμό της έννοιας της αριστεράς: είναι η πολιτική δύναμη που αγωνίζεται για την εξουσία, βασιζόμενη στα λαϊκά στρώματα, για να ενσωματώσει στους θεσμούς τα δικά της στελέχη τα οποία, στο πέρασμα των χρόνων και χάρη στον έλεγχο των μηχανισμών όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, γίνονται μια νέα ελίτ η οποία μπορεί να αντικαταστήσει τις προηγούμενες, να διαπραγματεύεται μαζί τους ή να αναμειχθεί μαζί τους. Ή ένας συνδυασμός των τριών.

Η αριστερά αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι τη λύση. Γιατί, για να είμαστε ακριβείς, αν και τώρα αρχίζουν οι οριοθετήσεις, οι προοδευτισμοί αποτελούν συστατικά της ίδιας πλοκής. Ας ρίξουμε μια ματιά στο PT του Λούλα. Αρνούνται τη διαφθορά η οποία είναι οφθαλμοφανής εδώ και δέκα χρόνια, όταν ο Frei Betto έγραψε το βιβλίο La Mosca Azul (η κρεατόμυγα) μετά την παραίτησή του από την κυβέρνηση Λούλα, όταν αποκαλύφθηκε το σκάνδαλο του mensalão [mensalão: μηνιάτικο, πράξη γενικευμένης  και διαρκούς διαφθοράς, σ.τ.μ.].

«Το τσίμπημα της κρεατόμυγας εμποτίζει τους ανθρώπους  με συμπυκνωμένες δόσεις φιλοδοξίας για εξουσία. Οι άνθρωποι, λοιπόν,  είναι πιο δεκτικοί στο δηλητήριο της κρετόμυγας όταν ζουν καταστάσεις στις οποίες διαθέτουν, εκ των πραγμάτων, πιο συγκεκριμένες δυνατότητες να ασκήσουν μια μεγαλύτερη εξουσία. Δηλαδή, όταν οι αντικειμενικές συνθήκες ευνοούν τις ορμές που διεγείρονται σε υποκειμενικό επίπεδο».

Τι είδους άνθρωποι (αγωνιστές, ακτιβιστές, διευθύνοντες) θα αναδυθούν σε ένα πολιτικό πρόταγμα το οποίο δεν θα σκοπεύει να πάρει την εξουσία; Αυτή την ερώτηση την έθεσαν στον εαυτό τους, με περίπου τις ίδιες λέξεις, οι ζαπατίστας μερικά χρόνια πριν. Πώς θα ονομάσουμε  μια δύναμη η οποία θα σκοπεύει, “μόνο”, να μετασχηματίσει την κοινωνία ξεκινώντας από την καθημερινή ζωή;

Δεν το γνωρίζουμε γιατί το φαντασιακό που έχει δημιουργηθεί κατά την περίοδο δύο αιώνων στοχεύει στην κρατική εξουσία. Σαν αυτό που θα έπρεπε να μετασχηματιστεί να ήταν κάτι το εξωτερικό το οποίο δεν αφορά, πρώτα απ’ όλα, τα ίδια τα πρόσωπα που αυτοχαρακτηρίζονται αγωνιστές. Αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα είναι ότι η πραγματικά υπαρκτή αριστερά μεταμορφώθηκε σε ένα εμπόδιο για την πλειοψηφία των ανθρώπων να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Είναι ψευδής η πόλωση δεξιά-αριστερά, δεν εξηγεί σχεδόν τίποτα από αυτό που συμβαίνει παγκοσμίως στον κόσμο. Όμως το χειρότερο πράγμα είναι ότι η αριστερά έγινε συμμετρική με τη δεξιά σε ένα βασικό σημείο: την εμμονή με την εξουσία.

15 Απριλίου 2017

Raúl Zibechi

(Από το περιοδικό Brecha De Uruguay)

*(Σ.τ.μ) Κρεολοί  ονομάζονταν  οι Ισπανοί  που είχαν γεννηθεί στη Λατινική Αμερική ή εκείνοι που είχαν γεννηθεί από πατέρα Ισπανό και ιθαγενή μητέρα για να διακριθούν και να τονιστούν τα αλλαγμένα τους ήθη από τους πενινσουλάρες, την υψηλή αριστοκρατική τάξη που είχε γεννηθεί στην Ισπανία. Παρ’ όλη την οικονομική τους δύναμη, οι κρεολοί δεν είχαν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, η οποία είχε δοθεί από τη μητρόπολη αποκλειστικά στους πενινσουλάρες οι οποίοι ασκούσαν όλες τις διοικητικές, στρατιωτικές και εκκλησιαστικές εξουσίες. Κατόπιν καθιερώθηκε ο όρος “κρεολός” να αναφέρεται σε κάθε ευρωπαίο που γεννήθηκε στη Λατινική Αμερική.

Η μετάφραση έγινε από τα ιταλικά και την επιμελήθηκε η μεταφραστική ομάδα “Ο Άγις Στίνας σας στέλνει χαιρετίσματα!“.

Πηγές: https://desinformemonos.org/cuando-la-izquierda-problema/

 http://www.umanitanova.org/2017/05/07/quando-la-sinistra-e-il-problema-non-la-soluzione/

http://comune-info.net/2017/04/la-sinistra-problema/

Ο Ραούλ Ζιμπέκι (Raúl Zibechi) γεννήθηκε το 1952 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Είναι δημοσιογράφος, συγγραφέας και ακτιβιστής που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη των κοινωνικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Γράφει στο εβδομαδιαίο περιοδικό  Brecha  που εκδίδεται στην Ουρουγουάη και του οποίου είναι συντάκτης. Γράφει επίσης στην εφημερίδα la Jornada του Μεξικού ενώ τα κείμενά του δημοσιεύονται σε τακτική βάση σε  σε πολλές χώρες του κόσμου. Στα ελληνικά έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο του Αυτονομίες και χειραφετήσεις – Η Λατινική Αμερική σε Κίνηση, από τις εκδόσεις “Αλάνα”,  ενώ από τις “εκδόσεις των συναδέλφων” στο βιβλίο Κοινά αγαθά και κοινωνικά κινήματα, περιέχεται το κείμενο του Ζιμπεκί  Γράμμα στον Υποδιοικητή των Εξεγερμένων Μάρκος.

 

 

Η κλιματική αλλαγή και η ανάγκη για ένα νέο παράδειγμα , του Yavor Tarinski

 

«Παρά τις διεθνείς συσκέψεις, που πραγματεύονται από τη βιοποικιλότητα μέχρι την κλιματική αλλαγή, οι εθνικές πολιτικές ελίτ έχουν κάνει αδύνατο το να έρθουν σε ουσιαστικές συμφωνίες για να αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική κρίση. Μα δεν θα αποφύγουμε το να φανταζόμαστε ένα νέο και διαφορετικό σενάριο από το σημερινό. Ασφαλώς, ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.»

  • Δημήτρης Ρουσσόπουλος [1]

 

Ζούμε σε καιρούς όπου φαίνεται να υπάρχει μια κρίση για το καθετί – από τον ονομαζόμενο οικονομικό τομέα, μέσω των σύγχρονων μαζικών μεταναστευτικών διεργασιών, μέχρι τη σοβαρή διάβρωση του κοινωνικού ιστού. Οι ηγετικές ελίτ, αφοσιωμένες στο κυρίαρχο δόγμα του οικονομισμού, συνηγορούν στην προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στην οικονομία, πολλοί ακτιβιστές αγωνίζονται για την ανθρώπινη αντιμετώπιση των μεταναστών, ενώ αυξάνεται ο αριθμός νέων μυστικιστών που καλούν σε φυγή και ατομική σωτηρία.

Υπάρχει πάντως μία κρίση, που έχει άνισα παραμεληθεί, σε σύγκριση με τις άλλες αναφερόμενες κρίσεις – η κλιματική. Υπάρχει λόγος που αυτό το σοβαρό πρόβλημα συνεχώς παραμερίζεται από τους έχοντες την εξουσία. Αντίθετα από την οικονομική κρίση, που προσφέρει ένα ευρύ πεδίο για διαφορετικούς οικονομικούς «σαμάνους» που θέτουν τις θεωρίες χωρίς να ξεφεύγουν από τον οικονομισμό, η κλιματική αλλαγή και η συνεχής περιβαλλοντική υποβάθμιση αμφισβητούν τα συμβατικά δόγματα της διαρκούς ανάπτυξης και κυριαρχίας, απαιτώντας λύσεις πέραν αυτών. Βεβαίως, υπάρχουν σύνοδοι και συμφωνίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αλλά οι αποφάσεις τους είναι μη δεσμευτικές και συχνά παραμελούνται στο όνομα της οικονομικής «ευημερίας».

Η κλιματική κρίση, όπως αποκαλύπτουν όλο και περισσότερες έρευνες, θα μας κάνει να πληρώσουμε ένα ακριβό τίμημα για το σπάταλο και καταστροφικό τρόπο ζωής, που προωθεί ο καπιταλισμός. Και θα επιδεινώσει και τις υπόλοιπες συνεχιζόμενες κρίσεις. Δεν είναι ακόμα ξεκάθαρες οι ακριβείς συνέπειες και οι διεργασίες που θα ενεργοποιηθούν με την κλιματική αλλαγή, αλλά είναι ξεκάθαρο πως τα αποτελέσματα δεν θα μας αρέσουν, εκτός αν αποφασίσουμε να αλλάξουμε το σύγχρονο κυρίαρχο παράδειγμα με ένα καινούριο που θα μας επιτρέπει να αναπτύσσουμε τις δυνατότητες μας μέσα στα όρια του πλανήτη.

 

Κλιματική αλλαγή και παγκόσμια φτώχεια

Πολλές εκθέσεις [2] υποδεικνύουν ότι η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή θα οδηγήσει σε αυξημένα επίπεδα φτώχειας. Η γεωργία είναι τεράστιας σημασίας για τις χώρες του νότου. Είναι επίσης η βασική πηγή διαβίωσης αμέτρητων αυτόχθονων κοινοτήτων που βλέπουν εχθρικά την ιδιωτική  και την κρατική περίφραξη των αγαθών.  Αλλά είναι και πιο ευαίσθητες στην κλιματική αλλαγή λόγω της εξάρτησης τους από τις καιρικές συνθήκες.

Οι ραγδαίες αλλαγές σε αυτές τις συνθήκες θα οδηγήσουν σε τροφικές ελλείψεις. Εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, υπάρχει ήδη μείωση στην απόδοση σιταριού και καλαμποκιού σε τροπικές περιοχές, όπως και στις καλλιέργειες ρυζιού και σόγιας. Τέτοιες ελλείψεις θα οδηγήσουν σε αυξήσεις τιμών που θα εξοντώσουν τους φτωχότερους, ενώ θα κάνουν πρακτικά αδύνατους τους παραδοσιακούς και αειφόρους τρόπους ζωής που δεν εξαρτώνται από εισαγωγές. Πολλές εκθέσεις [3] λένε ότι μέχρι το 2030 περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι θα πέσουν κάτω από το όριο φτώχειας λόγω της κλιματικής αλλαγής.

 

Κλιματικοί πρόσφυγες

Οι αλλαγές του κλίματος στον πλανήτη θα επηρεάσουν επίσης τις μεταναστευτικές διεργασίες [4]. Με την αύξηση της θερμοκρασίας και της στάθμης της θάλασσας (που οφείλεται στο λιώσιμο των πάγων της Ανταρκτικής) πολλοί άνθρωποι (κλιματικοί πρόσφυγες) θα αναγκαστούν να αφήσουν τα σπίτια τους λόγω πλημμύρας ή ξηρασίας.

Ήδη υπάρχουν τέτοια παραδείγματα. Το νησί Bhola στο Μπανγκλαντές καλύφθηκε μερικώς από τη θάλασσα το 1995, αφήνοντας μισό εκατομμύριο κατοίκους άστεγους. Σε μια άλλη περίπτωση, οι κάτοικοι του νησιού Tuvalu έκαναν συμφωνία με τη Νέα Ζηλανδία να δεχτεί τους 11.600 κατοίκους σε περίπτωση που το νησί βυθιστεί κάτω από το νερό. Πολλές παράκτιες πόλεις σε όλο τον κόσμο είναι ευάλωτες στην αύξηση της στάθμης της θάλασσας: Μανχάταν, Λονδίνο, Σαγκάη, Αμβούργο, Μπανγκόγκ, Τζακάρτα, Μανίλα, Μπουένος Άιρες.

Οι ξηρασίες και η επέκταση της ερήμου ενισχύονται επίσης από την κλιματική αλλαγή. Χώρες της βόρειας Αφρικής όπως η Λιβύη, η Τυνησία και το Μαρόκο χάνουν ετησίως πάνω από 1.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα  παραγωγικής γης λόγω της ερημοποίησης. Η έρημος Γκόμπι στην Ασία επεκτείνεται πάνω από 3,600 τετραγωνικά χιλιόμετρα κάθε χρόνο, εξαναγκάζοντας τους αγρότες και τους χωρικούς να μεταναστεύουν στις υπερπληθείς αστικές περιοχές της Κίνας.

Αντίθετα από τους πρόσφυγες πολέμου, οι κλιματικοί (περιβαλλοντικοί) πρόσφυγες δεν προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο [5]. Έτσι, οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν όταν μεταναστεύουν σε ξένες περιοχές, είναι πολύ μεγαλύτεροι. Με την αναμενόμενη εντατικοποίηση της κλιματικής αλλαγής, θα δούμε νέα φαινόμενα και ανθρωπιστικές κρίσεις εξαιτίας της ιδιαιτερότητας αυτού του νέου τύπου μεταναστευτικών κυμάτων.

 

Επιλέγοντας ένα διαφορετικό παράδειγμα

Η κλιματική αλλαγή θα βαθύνει τις άλλες υπό εξέλιξη κρίσεις. Έχει τη δυνατότητα να αλλάξει ραγδαία το πρόσωπο του πλανήτη, κάνοντας το μέλλον μας σε αυτόν αβέβαιο. Με μια έννοια, είναι μια ολιστική κρίση. Έτσι η κλιματική κρίση έχει έναν υπαρξιακό χαρακτήρα που μας τοποθετεί σε ένα σταυροδρόμι – να συνεχίσουμε στο δρόμο που είμαστε τώρα, ή να διαλέξουμε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Γι’ αυτό οι συμβατικές προσεγγίσεις όπως ο υπεύθυνος κοινοβουλευτισμός και ο πράσινος καπιταλισμός φαίνονται εκτός τόπου και δεν προσφέρουν πραγματική λύση στην κλιματική αλλαγή.

Είναι η λογική της κυριαρχίας που βρίσκεται στη βάση του σύγχρονου δόγματος της ατελείωτης οικονομικής ανάπτυξης, αυτή που κόβει το κλαδί στο οποίο καθόμαστε. Ο Μάρει Μπούκτσιν έχει εμβριθώς αποδείξει στις δουλειές του το πώς η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο ενισχύει την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση, και το αντίστροφο. Για να δραπετεύσει από αυτόν το φαύλο κύκλο, η κοινωνία πρέπει να εξαλείψει την κυριαρχία σε όλες της τις μορφές, ώστε κρίσεις σαν την κλιματική να μπορέσουν να αποφευχθούν.

Αυτό απαιτεί, πάντως, ένα κίνημα πέραν του στενού περιβαλλοντισμού, που περιορίζεται στο κοινοβουλευτικό λομπισμό και στον πράσινο καταναλωτισμό, γιατί εστιάζει σε συγκεκριμένα προϊόντα, αντί να στοχεύει στη ρίζα του προβλήματος, που είναι η κυριαρχία. Αντ΄αυτού, χρειάζεται ένα νέο ολιστικό παράδειγμα, βασισμένο σε αντίθετη λογική και αξίες, που μπορεί να παρέχει απτές φαντασιακές σημασίες που θα αντικαταστήσουν τις σημερινές κυρίαρχες.

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το εγχείρημα της κοινωνικής και ατομικής αυτονομίας. Αντιτάσσει στις σύγχρονες οργανωτικές δομές της ιεραρχίας και της κυριαρχίας αυτές της άμεσης δημοκρατίας. Σε αυτό το παράδειγμα είναι οι πολίτες που καθορίζουν δημοκρατικά τους νόμους και τους θεσμούς κάτω από τους οποίους θα ζουν, και όχι κάποιες μικρές ελίτ. Έτσι, θέτει σε αμφισβήτηση την κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο, προτείνοντας ατ’ αυτής τη συλλογική αυτό-θέσμιση όλων σαν ισότιμοι πολίτες.

Η συμβουλευτική φύση του εγχειρήματος της αυτονομίας απορρίπτει επίσης τη λογική της ατέλειωτης οικονομικής ανάπτυξης. Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες δεν αναγνωρίζουν κανένα όριο. Δεν τίθεται κανένα ερώτημα κατά πόσο κάτι πρέπει να γίνει ή να δημιουργηθεί, παρά μόνο πώς και πότε. Το εγχείρημα της αυτονομίας από την άλλη, συνεπάγεται δημοκρατικό αυτό-περιορισμό, που ξεπερνάει τη στενή τεχνο-επιστήμη και βάζει μπροστά την πολιτική επιλογή. Είναι δημοκρατική απόφαση των πολιτών ποια κατεύθυνση θα πάρει η κοινωνία τους. Απόφαση αν θα διαπράξουν συλλογική αυτοκτονία ή αν θα ζήσουν άνετα μέσα στους δεδομένους περιορισμούς του πλανήτη. Ο αυτό-περιορισμός δεν σημαίνει επιβολή λιτότητας ή υποχώρηση σε πρωτογονισμό, αλλά αναγνώριση και προσδιορισμό συγκεκριμένων ορίων, περιβαλλοντικών και πολιτικών. Έτσι, το αίσθημα υπεροχής πάνω στη φύση, που προωθείται από το δόγμα της ατέλειωτης οικονομικής ανάπτυξης, αντικαθίσταται από τη συμβιωτική διαχείριση, που υιοθετείται συλλογικά από όλους στην κοινωνία.

Συμπέρασμα

Η εξελισσόμενη κλιματική αλλαγή είναι μια ολιστική κρίση και σαν τέτοια απαιτεί μία ολιστική απάντηση. Δεν μπορεί να επιλυθεί από οικονομικούς ειδικούς, επαγγελματίες περιβαλλοντολόγους ή πολιτικούς αντιπροσώπους. Αυτό που απαιτεί μία τέτοιου μεγέθους κρίση για να ξεπεραστεί είναι η ριζική  αλλαγή παραδείγματος.

Η ανάδυση πολιτών ικανών για ατομικό και συλλογικό συνειδητό αυτό-περιορισμό πέρα από κυριαρχία και ιεραρχία, είναι αυτό που μια εναλλακτική προσέγγιση θα έπρεπε να δρομολογεί. Αυτό πάντως μπορεί να γίνει από κοινούς ανθρώπους μέσω ανοιχτών δομών συμμετοχής και χειραφέτησης που μπορούν να εμφυτεύσουν την υπευθυνότητα και την αυτονομία σε κάθε σφαίρα της ανθρώπινης ζωής.

Μετάφραση Γεωργία Κανελλοπούλου

 

http://www.resilience.org/stories/2017-06-01/climate-change-and-the-need-for-a-new-paradigm/

Σκέψεις πάνω στον Καστοριάδη και τον Μπούκτσιν

Yavor Tarinski

Η πρωταρχική απειλή για τη φύση και τον άνθρωπο σήμερα προέρχεται από τη συγκέντρωση και τη μονοπώληση της εξουσίας και του ελέγχου – Vandana Shiva[1]

Στην εποχή μας, οι «από πάνω» συνεχώς μας λένε  ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά μόνο να συμμορφωθούμε με το καθεστώς. Οι κυρίαρχοι θεσμοί εξουσίας κάνουν ό,τι μπορούν για να μας πείσουν ότι η λύση στα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα θα βρεθεί στις ίδιες πολιτικές που τα δημιούργησαν. Το αφήγημα «δεν υπάρχει εναλλακτική» (TINA) συνεχίζει να κυριαρχεί στον κυρίαρχο λόγο,  και η ευρεία καταναλωτική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την μακρά κρίση αντιπροσώπευσης, δηλητηριάζουν το ανθρώπινο φαντασιακό με κυνισμό, γενικευμένο κομφορμισμό και απάθεια.

Όμως «μικρόβια» διαφορετικών τρόπων σκέψης και ζωής προσπαθούν να έρθουν σε ρήξη με την παθητικότητα της σημερινής λογικής. Νέες σημασίες που προχωράνε πέρα από τον συμβατικό γραφειοκρατικό καπιταλιστικό λόγο, προσφέρουν νέα σύνολα λόγων και αξιών, που μπορούν να οδηγήσουν την κοινωνική ζωή μακριά από την καταστροφικότητα της συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης και της κυνικής απάθειας.

Με τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την τωρινή τάξη πραγμάτων να αυξάνεται, μπορούμε να διακρίνουμε δύο έννοιες που προσφέρουν ριζική ρήξη με την παρούσα κανονικότητα.

Από τη μία πλευρά, υπάρχει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την πολιτική συμμετοχή και την άμεση δημοκρατία. Στις μέρες μας, γίνεται σχεδόν αδιανόητο να σκεφτείς ένα λαϊκό κίνημα  έξω από το πλαίσιο της δημοκρατίας: πρώτον, τα αιτήματα σχεδόν πάντα περιστρέφονται γύρω από την συμμετοχή των πολιτών σε μία ή άλλη μορφή. Δεύτερον, ο τρόπος οργάνωσης των κοινωνικών αγώνων εδώ και πολύ καιρό  έχει υπερβεί τον συγκεντρωτισμό των παραδοσιακών πολιτικών οργανώσεων, επιμένοντας αντιθέτως στην αυτό-οργανωση και τη συνεργασία.

Από την άλλη, η οικολογία αναδύεται ως μέγιστο ενδιαφέρον και ως απάντηση στο σύγχρονο πολιτικο-οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στην ανάπτυξη, και είναι υπεύθυνο για την αισθητή περιβαλλοντική κρίση και τη ραγδαία κλιματική αλλαγή. Εκφράζεται με τη μορφή λαϊκών αγώνων κατά των καπιταλιστικών εξορυκτικών έργων, που είναι επικίνδυνα για το περιβάλλον, την υγεία αλλά και την τοπική αυτονομία. Επίσης, παίρνει τη μορφή αντίστασης στην καταναλωτική κουλτούρα, ενισχύοντας νέες θεωρίες  όπως η απο-ανάπτυξη.

Στο ευρύ φάσμα στοχαστών που στις μέρες μας αναπτύσσουν τέτοιες νέες ιδέες, μπορούμε να διακρίνουμε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Μάρει Μπούκτσιν ως δυό από τους πιο επιδραστικούς. Και οι δύο προήλθαν από την Αριστερά και μέσω της σκέψης τους, αλλά και των πρακτικών τους.  Κατάφεραν να προσπεράσουν τα ιδεολογικά δόγματα και να αναπτύξουν τα δικά τους πολιτικά έργα, ενσωματώνοντας και εξελίσσοντας την άμεση δημοκρατία και την οικολογία. Δεν μας εκπλήσσει που συνεργάστηκαν στο περιοδικό Κοινωνία και Φύση και αργότερα στο περιοδικό Δημοκρατία και Φύση, μέχρι το 1996, όπου σημειώθηκε μια πικρή σύγκρουση μεταξύ τους.

Πλέον η κληρονομιά τους συνεχίζεται μέσα σε κοινωνικά κινήματα και αγώνες που βάζουν αυτές τις δύο σημασίες στην καρδιά των πολιτικών δραστηριοτήτων τους. Η σκέψη του Καστοριάδη έχει αναζωογονηθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, και κυρίως μέσα από το αυτοαποκαλούμενο «κίνημα των πλατειών» (γνωστό ως  The Indignados) που δεν καθοδηγήθηκε από τις «καθαρές» ιδεολογίες αλλά από το πάθος για πολιτική δράση και κριτική σκέψη, ενώ  το έργο του Μπούκτσιν υλοποιείται εν μέρει από το κουρδικό απελευθερωτικό κίνημα στην καρδιά της Μέσης Ανατολής (στη Ροζάβα), επηρεάζοντας το σε τέτοιο βαθμό που έχασε τελείως τον μαρξιστικό-λενινιστικό προσανατολισμό του.

Πρέπει να επισημανθεί ότι ο στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι η ανάπτυξη μιας βαθιάς συγκριτικής μελέτης για τα έργα των δυο τους, αλλά μια προσπάθεια να υπογραμμιστούν δύο στοιχεία της σκέψης τους που είναι ιδιαιτέρως ενεργά στο σημερινό πλαίσιο και μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αλλαγή.

Άμεση δημοκρατία

Τόσο ο Καστοριάδης όσο και ο Μπούκτσιν είδαν μεγάλη απελευθερωτική δυναμική στην άμεση δημοκρατία και την τοποθέτησαν στην καρδιά των πολιτικών προταγμάτων τους. Αφιέρωσαν μεγάλο μέρος των γραπτών τους σε αυτό το θέμα, αναπτύσσοντας το πέραν του πλαισίου που θέτουν οι παραδοσιακές ιδεολογίες. Σε πλήρη αντίθεση από τη μια με τις αυταρχικές απόψεις, την έλλειψη εμπιστοσύνης στην κοινωνία και την υποταγή της έτσι σε ιεραρχικούς μηχανισμούς, και από την άλλη με απόψεις που απορρίπτουν κάθε μορφή νόμων και θεσμών,  οι δύο στοχαστές πρότειναν τη θέσμιση δομών και θεσμών που θα επιτρέπουν την άμεση δημόσια δράση και αλληλεπίδραση, ενώ θα διατηρούν την κοινωνική συνοχή μέσω της οριζόντιας διάχυσης  της εξουσίας.

Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η πλειοψηφία των ανθρώπινων κοινωνιών έχουν εγκαθιδρυθεί στη βάση της ετερονομίας, που την περιγράφει ως μία κατάσταση όπου οι κανόνες της κοινωνίας τίθενται από κάποια εξω-κοινωνική πηγή (όπως το κόμμα, ο θεός, η ιστορική αναγκαιότητα κ.λπ.). Οι θεσμοί των ετερόνομων κοινωνιών γίνονται αντιληπτοί ως αυτονόητοι και συνεπώς αδιαμφισβήτητοι, π.χ. ασύμβατοι με τη λαϊκή αλληλεπίδραση. Γι’ αυτόν η οργανωτική δομή του σύγχρονου δυτικού κόσμου, παρόλο που συχνά χαρακτηρίζεται ως «δημοκρατία», είναι στην πραγματικότητα μια φιλελεύθερη ολιγαρχία, με κάποιες ελευθερίες για τους ανθρώπους, αλλά με τη γενική διαχείριση της κοινωνικής ζωής στα χέρια ολιγάριθμων ελίτ (Καστοριάδης. 1989).

Για τον Καστοριάδη, η δημοκρατία είναι βασικό στοιχείο για την κοινωνική και ατομική αυτονομία (να θέτουν οι άνθρωποι τους δικούς τους κανόνες και θεσμούς), που είναι το αντίθετο της ετερονομίας. Αυτό που αποκαλούσε πρόταγμα της αυτονομίας συνεπαγόταν αμεσοδημοκρατική αυτοθέσμιση από την κοινωνία, η οποία αποτελείται από συνειδητοποιημένους πολίτες, που  σχεδιάζουν οι ίδιοι τη μοίρα τους και όχι κάποια εξωκοινωνική δύναμη, είτε φυσική είτε μεταφυσική (Καστοριάδης, 1992). Για παράδειγμα, στα χέρια της κοινωνίας βρίσκεται η μεγαλύτερη εξουσία που είναι να φτιάχνει τους νόμους και τους θεσμούς κάτω από τους οποίους θα ζει.

Ο Καστοριάδης εξάγει το δικό του νόημα της δημοκρατίας από την κλασική σημασία του όρου, που πηγάζει από την αρχαία Αθήνα (δήμος / λαός και κράτος / εξουσία). Έτσι βασισμένος σε αυτό βρίσκει τα σημερινά φιλελεύθερα καθεστώτα ως μη-δημοκρατικά, εφόσον βασίζονται στην εκλογή αντιπροσώπων και όχι στην άμεση συμμετοχή του πολίτη. Σύμφωνα με αυτόν, η  δημοκρατία μπορεί μόνο να είναι άμεση, και με αυτόν τον τρόπο ασύμβατη με τη γραφειοκρατία, την ειδημοσύνη, την οικονομική ανισότητα και άλλα στοιχεία του σύγχρονου πολιτικού συστήματος (1989).

Σε πιο λεπτομερές επίπεδο, συνιστά την καθιέρωση εδαφικών μονάδων πληθυσμού έως 100.000 ατόμων, που θα μπορούν να αυτοκυβερνώνται μέσω γενικών συνελεύσεων. Για τον συντονισμό μεταξύ αυτών των μονάδων προτείνει την καθιέρωση συμβουλίων και επιτροπών όπου τα τοπικά σώματα λήψης αποφάσεων θα στέλνουν ανακλητούς βραχυπρόθεσμους εκπροσώπους (Καστοριάδης, 2013). Έτσι η εξουσία παραμένει στα χέρια των δήμων ενώ επιτρέπεται ο μη-κρατικός συντονισμός σε μεγαλύτερη κλίμακα.

Για τον Μπούκτσιν επίσης, ο χαρακτηρισμός του σημερινού συστήματος ως δημοκρατία ήταν ένα λάθος, ένα οξύμωρο. Μας θυμίζει ότι δύο αιώνες πριν, ο όρος δημοκρατία απεικονιζόταν από τους κυβερνώντες ως «νόμος του όχλου», μια προαναγγελία χάους, ενώ στις μέρες μας χρησιμοποιείται ως μάσκα σε ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα, το οποίο στην ουσία του είναι μια ρεπουμπλικανική ολιγαρχία αφού μια μικρή κλίκα εκλεκτών αποφασίζει για  τους πολλούς – ανίσχυρους (Μπούκτσιν, 1996).

Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, βασίζει τη δική του κατανόηση της δημοκρατίας στην εμπειρία της αρχαίας αθηναϊκής πολιτείας. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που δίνει τόση σημασία στο ρόλο της πόλης (Μπούκτσιν, 1964). Περιγράφει πώς με την ανάπτυξη αυτού που ονομάζει τεχνική της εξουσίας, οι ενεργοί πολίτες, βαθιά και ηθικά δεμένοι με τις πόλεις τους, αντικαταστάθηκαν με παθητικούς καταναλωτές υποταγμένους στους κοινοβουλευτικούς κανόνες, των οποίων ο ελεύθερος χρόνος ξοδεύεται σε ψώνια σε καταστήματα λιανικής και τεράστια εμπορικά κέντρα.

Μετά από πολλά χρόνια συμμετοχής σε διαφορετικά πολιτικά κινήματα, ο Μπούκτσιν ανέπτυξε το δικό του πολιτικό πρόταγμα, που το ονόμασε Κομμουναλισμό.  Βασισμένος στην άμεση δημοκρατία, περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από το ερώτημα της εξουσίας, απορρίπτοντας ουτοπικές  και lifestyle πρακτικές. Ο Κομμουναλισμός αντιθέτως εστιάζει σε ένα κέντρο εξουσίας, που θα μπορούσε δυνητικά να υποταχθεί στη λαϊκή βούληση  – το δημοτικό συμβούλιο – μέσω του οποίου δημιουργούνται και συντονίζονται τοπικές συνελεύσεις. Ανέδειξε τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα, πλησίον του κρατικού μηχανισμού, που έχουν αυτοί οι θεσμοί  και την δυνατότητα να γίνουν οι αποκλειστικές πηγές εξουσίας στα χωριά και τις πόλεις. Οι εκδημοκρατισμένοι δήμοι, προτείνει ο Μπούκτσιν, θα συνομοσπονδιστούν μεταξύ τους στέλνοντας ανακλητούς εκπροσώπους σε λαϊκές συνελεύσεις και συνομοσπονδιακά συμβούλια, κι έτσι θα αντιταχθούν στην κεντρική κρατική εξουσία. Αυτό το συγκεκριμένο μοντέλο ο Μπούκτσιν το ονόμασε ελευθεριακό συνομοσπονδισμό (Μπούκτσιν, 1969), το οποίο έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τον Αμπντουλάχ Οτσαλάν και τον κουρδικό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

Ένα διακριτό στοιχείο του οράματος του Μπούκτσιν για την άμεση δημοκρατία στον κομμουναλισμό του ήταν το στοιχείο της ψήφου κατά πλειοψηφία, που θεωρείται ως ο μόνος δίκαιος τρόπος για να πάρει αποφάσεις ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων (2002). Σύμφωνα με αυτόν, η ομοφωνία, στην οποία κάθε άτομο μπορεί να ασκήσει βέτο σε κάθε απόφαση, εγκυμονεί έναν κίνδυνο για την κοινωνία. Πάντως, όλα τα μέλη της κοινωνίας κατέχουν γνώση και μνήμη, και έτσι η κοινωνική συλλογικότητα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να στερήσει τα δικαιώματα των «μειοψηφιών». Οι απόψεις μιας μειοψηφίας είναι πηγή νέων σκέψεων και εκκολαπτόμενων αληθειών, που είναι σπουδαίες πηγές δημιουργικότητας και προόδου για την κοινωνία ως σύνολο.

Οικολογία

Η Οικολογία έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σκέψη των δύο φιλοσόφων. Και οι δυό τους πάντως είδαν το θέμα σε αντίθεση με τους περισσότερους οικολόγους της εποχής τους (και της εποχής μας επίσης). Παρά την ευρεία αντιμετώπιση της φύσης ως εμπόρευμα, ως κάτι ξεχωριστό από την κοινωνία, ο Καστοριάδης και ο Μπούκτσιν την είδαν σε άμεση σύνδεση με την κοινωνική ζωή, τις σχέσεις και τις αξίες, και συνεπώς την ενσωμάτωσαν στα πολιτικά τους προτάγματα.

Ο Καστοριάδης υποστηρίζει ότι η οικολογία είναι κατ’ ουσίαν ένα πολιτικό θέμα. Έχει να κάνει με πολιτικές επιλογές για τη θέσμιση συγκεκριμένων ορίων και στόχων στη σχέση μεταξύ ανθρωπότητας και φύσης (Καστοριάδης, 1993). Δεν έχει να κάνει με την επιστήμη, αφού αυτή αφορά στην εξερεύνηση δυνατοτήτων και την εύρεση απαντήσεων σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, δεν αφορά  στον αυτοπεριορισμό. Πάντως ο Καστοριάδης παροτρύνει να επιστρατεύονται επιστημονικοί πόροι  για την εξερεύνηση της φύσης και της επίδρασης μας σε αυτήν, αλλά παραμένει σταθερός στο ότι η επιλογή που θα γίνει στο τέλος θα είναι κατ’ ουσίαν πολιτική επιλογή.

Συνεπώς οι λύσεις που πρέπει να δίνονται σε κάθε οικολογική κρίση πρέπει να είναι πολιτικές. Ο Καστοριάδης παραμένει κριτικός απέναντι στα πράσινα κόμματα και το κοινοβουλευτικό σύστημα εν γένει, εφόσον μέσω των εκλογικών διαδικασιών πασχίζει για την «απεμπλοκή» των ανθρώπων από την πολιτική, δίνοντας την στα χέρια των επαγγελματικών «αντιπροσώπων». Ως αποτέλεσμα αυτού, οι άνθρωποι αφήνονται να αντιμετωπίζουν τη φύση με απολίτικο τρόπο, μόνο σαν εμπόρευμα, αφού κανένα από τα σύγχρονα οικολογικά κινήματα που ασχολούνται αποκλειστικά με ερωτήματα για το περιβάλλον, δεν ανησυχεί για τα κοινωνικά και πολιτικά θέματα.

Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή της σκέψης, δεν εκπλήσσει που ο Καστοριάδης παραμένει κριτικός όταν ανακύπτουν περιστάσεις όπου μεγάλα πράσινα κινήματα και κόμματα εμφανίζονται με προτάσεις πολιτικής φύσης για την επίλυση της περιβαλλοντικής κρίσης (Καστοριάδης, 1981). Αυτό γιατί, τις περισσότερες φορές, παρόλο που οι πολιτικές τους προτάσεις περιστρέφονται γύρω από τη λαϊκή συμμετοχή – για παράδειγμα τα πράσινα κόμματα που έχουν εμφανιστεί με προτάσεις για εναλλαγή των βουλευτών, περισσότερα δημοψηφίσματα κ.λπ. – είναι πάντα ενσωματωμένα στο σύγχρονο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Όντας υπερασπιστής της άμεσης δημοκρατίας, ο Καστοριάδης πιστεύει πως τα συστατικά της στοιχεία, ενσωματωμένα στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, θα χάσουν το νόημα τους.

Παρομοίως, ο Μπούκτσιν επίσης συνδέει την οικολογική σφαίρα με την κοινωνική και με την πολιτική γενικότερα. Γι’ αυτόν σχεδόν όλα τα ισχύοντα οικολογικά προβλήματα προέρχονται από προβλήματα βαθιά ριζωμένα στην κοινωνική τάξη πραγμάτων – και γι’ αυτό μιλάει για κοινωνική οικολογία (Μπούκτσιν, 1993). Η οικολογική κρίση δεν μπορεί ποτέ να κατανοηθεί και πολύ περισσότερο να επιλυθεί αν δεν συνδεθεί με την κοινωνία, εφόσον πηγή για σοβαρές οικολογικές διαταραχές υπήρξαν οι συγκρούσεις με βάση την οικονομία, τον πολιτισμό, το φύλο.

Ο Μπούκτσιν, όπως και ο Καστοριάδης, διαφωνούσε ριζικά με τους οικολόγους που αποσύνδεαν την οικολογία από την πολιτική και την κοινωνία, ταυτίζοντας την αντιθέτως με την προστασία της άγριας ζωής, ή τη μαλθουσιανή βαθιά οικολογία κ.λπ.  (Μπούκτσιν, 1988). Επέμεινε στην επίπτωση που έχει στη φύση η δική μας καπιταλιστική ιεραρχική κοινωνία (με τα μεγάλης κλίμακας εξορυκτικά έργα με μόνο κίνητρο το κέρδος), κι έτσι έκανε ξεκάθαρο ότι αν δεν λύσουμε τα κοινωνικά μας προβλήματα δεν μπορούμε να σώσουμε τον πλανήτη.

Για τον Μπούκτσιν, η ιεραρχική νοοτροπία και η οικονομική ανισότητα που έχουν διαπεράσει την κοινωνία σήμερα, είναι οι κύριες πηγές της ιδέας ότι ο άνθρωπος πρέπει να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Συνεπώς ο οικονομικός αγώνας δεν μπορεί να ελπίζει σε καμία επιτυχία αν δεν ενσωματωθεί σε ένα ολιστικό πολιτικό πρόταγμα, που θα αντιμετωπίσει την κύρια πηγή της παρούσας περιβαλλοντικής και κοινωνικής κρίσης, δηλαδή την ιεραρχία και ανισότητα (Μπούκτσιν, 1930).

Συμπέρασμα

Παρά τις διαφορές και τις διαφωνίες τους, ο Καστοριάδης και ο Μπουκτσιν μοιράστηκαν πολλά κοινά – κυρίως τον τρόπο που είδαν την άμεση δημοκρατία και την οικολογία. Η συνεισφορά σε αυτά τα πεδία παρέχει γόνιμο έδαφος για περαιτέρω θεωρητική και πρακτική ανάλυση. Δεν είναι τυχαίο που σε μια περίοδο στην οποία τα ερωτήματα για τη δημοκρατία και την οικολογία τυγχάνουν μεγαλύτερης προσοχής, ακούμε όλο και συχνότερα για αυτούς τους δύο.

Οι έννοιες αυτές αποδεικνύονται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες για όλο και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων σε μια εποχή διαρκούς απώλειας δικαιωμάτων, σφοδρής υποκατάστασης του πολίτη από τον καταναλωτή, αυξανόμενων οικονομικών ανισοτήτων και καταστροφής του φυσικού κόσμου. Φαίνονται σαν δύο από τις καλύτερες σημασίες που η βάση κατάφερε να δημιουργήσει και να διατυπώσει σαν ένα δυνατό υποκατάστατο της ιεραρχίας και της εμπορευματοποίησης που κυριαρχούν σήμερα και καταστρέφουν τον κόσμο μας.

Μετάφραση Γεωργία Κανελλοπούλου

Bibliography:
Bookchin-Öcalan correspondence
Bookchin, Murray. Ecology and Revolutionary Thought (1964)
Bookchin, Murray. The Communalist Project (2002)
Bookchin, Murray. The Crisis in the Ecology Movement (1988)
Bookchin, Murray. What is Communalism? (1996)
Bookchin, Murray. What is Social Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Democracy and Relativism (2013)
Castoriadis, Cornelius. From Ecology to Autonomy (1981)
Castoriadis, Cornelius. The Project of Autonomy is not Utopia (1992)
Castoriadis, Cornelius. The Problem of Democracy Today (1989)
Castoriadis, Cornelius. The Revolutionary Force of Ecology (1993)
Castoriadis, Cornelius. Worker Councils and the Economy of the Self-managed Society (1972)

Notes:
[1] Stephen Spencer, Race and Ethnicity: Culture, Identity, and Representation (2014). Routledge p.204
[2] http://www.democracynature.org/vol3/biehl_bookchin.htm

Το πρωτότυπο κείμενο: http://www.babylonia.gr/2016/06/10/reflections-on-castoriadis-and-bookchin/#sthash.OamWpsJM.dpuf

 

Εκδήλωση στη Χαλκίδα | Καστοριάδης: 20 χρόνια μετά

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποτιμηθεί ένας στοχαστής: ο φιλολογικός, ο ακαδημαϊκός, ο πολιτικός-κοινωνικός. Ο φιλοσοφικός λόγος του Κορνήλιου Καστοριαδη, υπήρξε πάντα λόγος πολιτικός, λόγος πρακτικός, με τη φιλοδοξία να εμπνεύσει εκ νέου το επαναστατικό πρόταγμα της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.

Είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, το πολιτικό περιοδικό ΒΑΒΥΛΩΝΙΑ συνεχίζει τον διάλογο με την σκέψη του σημαντικού στοχαστή, αναζητώντας και αναδεικνύοντας τα σύγχρονα παραδείγματα θεωρίας και πράξης στα οποία ενσαρκώνονται απελευθερωτικές πλευρές της σκέψης του.

Στο πλαίσιο αυτό διοργανώνει εκδήλωση-συζήτηση τη Δευτέρα 24/04/2017 στις 20:00 στην ισόγεια αίθουσα συνεδριάσεων του Εργατικού Κέντρου Εύβοιας (οδός M. Φριζή 10), στη Χαλκίδα.
ΟΜΙΛΗΤΕΣ:
Γιάννης Κτενάς | Γιάβoρ Ταρίνσκι | Νίκος Χριστόπουλος

Just another Espivblogs.net site