Ανακοίνωση των ομάδων του 2ου Φεστιβάλ αυτοοργανωμένης θεατρικής έκφρασης – Δήλωση του Ραούλ Βανεγκέμ για τις συλλήψεις στο Εμπρός

tsir

Το μεσημέρι της Τετάρτης 30/10/2013, αστυνομικοί εισέβαλαν στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός και προσήγαγαν δύο ηθοποιούς που βρίσκονταν στον χώρο και στους οποίους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παραβίαση σφραγίδας, διατάραξη οικιακής ειρήνης και κατ’ επανάληψη κατάληψη δημόσιου κτιρίου. Σήμερα, Πέμπτη 31/10 στις 12 μ.μ, οι δύο συλληφθέντες περνούν από αυτόφωρο στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο της σχολής Ευελπίδων (κτήριο 2).
Σύμφωνα με αυτές τις εξελίξεις, οι παραστάσεις μας παίρνουν χαρακτήρα αλληλεγγύης στους συλληφθέντες του Εμπρός, υπεράσπισης του χώρου απέναντι στην καταστολή και αλληλεγγύης σε όλους τους κατειλημμένους και αυτοδιαχειριζόμενους χώρους.
Η πρώτη μέρα του Φεστιβάλ αναβλήθηκε λόγω ασθένειας ενός μέλους του θιάσου.

Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ συνεχίζεται ως εξής:

Στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο ΕΜΠΡΟΣ (Ρήγα Παλαμήδη 2, Ψυρρή)
Πέμπτη 31/10 στις 21:00 Εχθροί εξ αίματος του Αρκά, Buffonata Παρασκευή 1/11 στις 18:30 Πέρσες του Αισχύλου, Τσιριτσάντσουλες στις 21:00 Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού (και μερικών άλλων ανατρεπτικών) του Ντάριο Φο, Μηχανικοί του Φθηνού ΜελοδράματοςΣάββατο 2/11 Ανάκριση του Πέτερ Βάις, Facta non Verba

Στην Κατάληψη Λέλας Καραγιάννη 37
Κυριακή 3/11 στις 21:00 Το Δώρο, Θεατρικός κύκλος Ανάπλους
Ακολουθεί γιορτή μετά μεζέδων και μουσικής
Είσοδος ελεύθερη.
Θεατρικές ομάδες: Τσιριτσάντσουλες, Buffonata, Ανάπλους, Μηχανικοί του φθηνού μελοδράματος, Facta non Verba

Δήλωση του Ραούλ Βανεγκέμ για τις συλλήψεις στο Εμπρός

Raoul

Όταν μια κυβέρνηση καταστέλλει την ελευθερία της τέχνης και την ελευθερία της έκφρασης, δεν έχει πια το δικαίωμα να σφετερίζεται το όνομα της δημοκρατίας, είναι η έκφραση ενός ολοκληρωτισμού τον οποίο είναι νόμιμο να αντιμάχεσαι. Η σύλληψη των μελών του Θεάτρου Εμπρός αποτελεί  πράξη ηθελημένου σκοταδισμού, ασύμβατου με το δικαίωμα του καθενός στην παιδεία και τον πολιτισμό. Είναι  υπόθεση του καθενός από εμάς να της εναντιωθεί και να στηρίξει τους χώρους πολιτισμού ως χώρους που οφείλουμε να σώσουμε από τις μαφιόζικες επιχειρήσεις της ιδιωτικοποίησης και τον έλεγχο του εμπορεύματος.

Ραούλ Βανεγκέμ  Φιλόσοφος – συγγραφέας

empros11

empros

empros 1

 

empros2


 

Πόλεμος χαμηλής έντασης στις κοινωνικές αλληλέγγυες δομές (Αυτόνομο Στέκι)

 Το πρωί της Πέμπτης, 24/10/13, κλιμάκιο της Δίωξης Ναρκωτικών και υπάλληλοι του Εθνικού Οργανισμού Υγείας (ΕΟΦ), παρουσία εισαγγελέα, έκαναν έφοδο στο Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού και στη ΜΚΟ Γιατροί του Κόσμου, κατόπιν καταγγελιών «για κατοχή και διακίνηση ναρκωτικών». Στην περίπτωση των Γιατρών του Κόσμου, δεν ήταν η πρώτη φορά που στοχοποιούνταν ως εν δυνάμει επικίνδυνο καρτέλ. Περίπου ένα μήνα πριν είχε πραγματοποιηθεί έλεγχος από επόπτες υγείας της Περιφέρειας με αφορμή αντίστοιχες καταγγελίες. Παρά το γεγονός ότι κατά την πρώτη έφοδο διαπιστώθηκε πως η λειτουργία του φαρμακείου ήταν νόμιμη, η έφοδος της Πέμπτης στηρίχθηκε σε νέα υποτιθέμενη επώνυμη καταγγελία, σύμφωνα με την οποία η οργάνωση διακινεί ανεξέλεγκτα πέριξ της Ομόνοιας δίγραμμα φάρμακα. Πρόκειται για τα σκευάσματα που λαμβάνουν ψυχικά πάσχοντες και χορηγούνται αυστηρά και μόνο με ιατρική συνταγή, καθώς περιέχουν στη σύστασή τους ναρκωτικές ουσίες.

Εδώ να σημειώσουμε το εξής: δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι συγκεκριμένοι χώροι που δέχτηκαν έφοδο παρέχουν υπηρεσίες υγείας. Ο πρώτος λόγος της εφόδου σχετίζεται με την ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη μετάβαση των υπηρεσιών υγείας από «δημόσιο σύστημα» σε κερδοφόρα ιδιωτική μπίζνα. Το κλείσιμο των δημόσιων νοσοκομείων, οι απολύσεις προσωπικού, η ανεπάρκεια προμηθειών, το εισιτήριο των 25 ευρώ για την εισαγωγή στα νοσοκομεία που θα ισχύσει από 1/1/14, είναι μόνο μερικά από τα δεδομένα που σκιαγραφούν τους στόχους της κρατικής στρατηγικής για την υγεία.

Ο δεύτερος λόγος της εφόδου, σχετίζεται με το ποιους και ποιες στηρίζουν οι παραπάνω χώροι και το σε ποιους και ποιες είναι ανοιχτοί: σε μετανάστες, άνεργες, οροθετικές, τοξικοεξαρτημένους, άστεγους και ανασφάλιστους. Σε όσους και όσες, δηλαδή, εκ των πραγμάτων αποκλείονται από το νέο σχέδιο για την υγεία και θεωρούνται περιττοί. Όσο ο αριθμός των περιττών αυξάνεται με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς, τόσο πιο σημαντική και –κυριολεκτικά- σωτήρια θα καθίσταται η λειτουργία ανάλογων χώρων και δομών. Αντίστοιχα, όσο ταχύτερα αυξάνεται ο αριθμός των περιττών, τόσο πιο επιτακτική θα είναι και η ανάγκη της φυσικής τους εξόντωσης από την πλευρά του κράτους. Δεν έχεις λεφτά; Κάτσε σπίτι σου και ψόφα. Βρέθηκες να μένεις στο δρόμο γιατί έχασες τα πάντα; Ψόφα λοιπόν γιατί χαλάς την όμορφη εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό και διώχνεις τους τουρίστες.

Κατά την εκτίμησή μας, η έφοδος στους παραπάνω χώρους ήταν μόνο η αρχή. Όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, το κράτος ξεκινά με μια ελαφριά σφαλιάρα πριν χτυπήσει σε πλήρη ισχύ. Η σφαλιάρα ελέγχει τις πιθανές αντιστάσεις και τον αντίκτυπο που θα έχει μια μελλοντική επίθεση πλήρους ισχύος, ενώ ταυτόχρονα προλειαίνει το έδαφος ώστε παρόμοια «επεισόδια» να θεωρούνται φυσιολογικά, νόμιμα και αναπόφευκτα.

Στο πλαίσιο της παραπάνω λογικής ερμηνεύουμε και αυτό που συνέβη έξω από το Αυτόνομο Στέκι την Πέμπτη, 24/10/13. Το απόγευμα της ίδιας μέρας, 5 μηχανές της ομάδας ΔΕΛΤΑ σταματούν έξω από την είσοδο του Στεκιού. Επτά μέλη της ομάδας αυτομόρφωσης της αυτοδιαχειριζόμενης δανειστικής βιβλιοθήκης ετοιμάζονται εκείνη την ώρα να μπουν στο Στέκι για να ξεκινήσουν την εβδομαδιαία κουβέντα τους. Πραγματοποιείται εξακρίβωση των στοιχείων τους, καταγραφή των διευθύνσεων των σπιτιών τους και διενεργείται έλεγχος στα προσωπικά τους αντικείμενα, ενώ ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην εξονυχιστική έρευνα της τσάντας της συντρόφισσας που είχε κλειδιά του Στεκιού. Χαρακτηριστική ήταν και η απορημένη ερώτηση μπάτσου «στις 18:00 δεν ανοίγει σήμερα το Στέκι;» (οι συντρόφισσες και σύντροφοι είχαν συμφωνήσει να μαζευτούν νωρίτερα). Μαντεύουμε πως η ερώτηση αυτή δεν σχετίζεται με πιθανή αγωνία του μπάτσου ότι θα έχανε την συζήτηση για «Το Κράτος και ο Ιστορικός του Ρόλος» του Κροπότκιν…

Κατά την άποψή μας, τα παραπάνω γεγονότα δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους. Αποτελούν ενδείξεις και αποδείξεις μίας ακόμα τακτικής στο πλαίσιο της ευρύτερης κρατικής στρατηγικής για την πειθάρχηση –και ενδεχομένως, πλήρη εξόντωση- των από κάτω. Γιατί οι από κάτω, παρά τις αντίξοες συνθήκες, παρά τη ραγδαία φτωχοποίησή τους εξακολουθούν να είναι δημιουργικοί. Εξακολουθούν να είναι αισιόδοξοι, εξακολουθούν να είναι αλληλέγγυοι με όσους κρίνουν ότι το χρειάζονται, εξακολουθούν να ενώνουν τις δυνάμεις, τις ικανότητες και τις επιθυμίες τους –και φτιάχνουν θαύματα.

Για να το θέσουμε απλά: όσοι και όσες αντιστέκονται, με οποιονδήποτε τρόπο, στην συστηματική τους εξαθλίωση, είναι εχθροί. Όσοι και όσες αναζητούν μέσω της συλλογικοποίησής τους νέους τρόπους, διαφορετικούς από αυτούς που επιτάσσει ο καπιταλισμός, για να καλύψουν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους και να διεκδικήσουν μια καλύτερη ζωή, είναι εχθροί.

Εχθρός λοιπόν το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού. Εχθροί ακόμα και οι Γιατροί του Κόσμου. Κι ακόμα πιο εχθρικά αντιμετωπίζονται οι δεκάδες συλλογικές κουζίνες, οι αυτοδιαχειριζόμενες βιβλιοθήκες, οι ομάδες προβολών, τα αντικαθεστωτικά μέσα ενημέρωσης, οι αυτοοργανωμένες θεατρικές ομάδες και οι δομές υγείας, τα παιδικά στέκια, οι ομάδες αυτομόρφωσης, τα αυτοδιαχειριζόμενα μπαρ και καφενεία. Και πού στεγάζονται όλ’ αυτά τα ποταπά, εχθρικά και ύποπτα εγχειρήματα; Εκεί που ήταν αναμενόμενο: στις απανταχού εστίες ανομίας, στα αυτοδιαχειριζόμενα στέκια και τις καταλήψεις που απειλούν την ειρήνη, την σταθερότητα και την ανάπτυξη του παράλληλου ανύπαρκτου σύμπαντος που ευαγγελίζεται το κράτος.

Βάσει λοιπόν των παραπάνω, εμείς, στο Αυτόνομο Στέκι, είμαστε αποδεδειγμένα εχθροί τους. Κι αυτό γιατί, εδώ και χρόνια, συνειδητά επιλέξαμε να στήσουμε, να υποστηρίξουμε και να ενισχύσουμε οικονομικά δομές όχι μόνο της συνέλευσής μας, αλλά και συλλογικοτήτων εντός και εκτός Στεκιού. Στόχος μας ήταν η αναπαραγωγή των δομών και η ενδυνάμωσή τους. Και τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της πρώτης συλλογικής κουζίνας που στεγάστηκε στο Στέκι, βλέπουμε με μεγάλη μας χαρά ότι ο αριθμός των αυτοοργανωμένων δομών πολλαπλασιάζεται, η φύση και η δράση τους ποικίλλουν, εμπλουτίζονται και ενδυναμώνονται. Ταυτόχρονα οι δομές που στεγάζονται στο Στέκι έχουν συμβάλλει δυναμικά στη δημοσιοποίηση της δράσης ποικίλων συλλογικοτήτων και αγώνων, έχουν ενισχύσει οικονομικά (μέσω της ελεύθερης συνεισφοράς αλληλέγγυων) ομάδες, σωματεία και άτομα, έχουν παράξει πλήθος πολιτικών κειμένων και έχουν συνενώσει άτομα εκτός και εντός κινήματος, «άπειρους» και «έμπειρους», υπό την σκέπη κοινών αναγκών, επιθυμιών και οραμάτων.

Στο λεξικό στο λήμμα “δομή” βρίσκουμε: «η εσωτερική διάρθρωση η οποία συνδέει τα επί μέρους όμοια ή ανόμοια στοιχεία ενός συνόλου». Αυτή η σύνδεση μεταξύ όμοιων και ανόμοιων στοιχείων, ή πιο απλά, η σύνδεση μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων είναι η “μαγική” ιδιότητα των δομών. Πάνω από μία κατσαρόλα, όσο λίγα ελληνικά και να ξέρει ένας μετανάστης, όσο λίγα γαλλικά και να ξέρουμε εμείς θα συνεννοηθούμε μια χαρά. Στις δομές μοιραζόμαστε τον κάματο, το άγχος και την ικανοποίηση. Δημιουργούμε συλλογικά, και παράγουμε υπηρεσίες που την υλική και ηθική αξία τους, την καρπωνόμαστε οι ίδιοι και οι ίδιες.

Όμως οι δομές δεν πρέπει να είναι μόνο μία νησίδα επιβίωσης μέσα στην κόλαση του καπιταλισμού. Ούτε να έχουν ως μοναδικό στόχο το να μας βοηθήσουν να συνεχίζουμε τις ζωές μας παράλληλα με τον καπιταλισμό. Οι δομές μας βοηθούν να καλύψουμε τις ανάγκες μας και μέσα από το αξιακό πλαίσιο λειτουργίας τους (αντιεμπορευματικές, οριζόντιες, ενισχυτικές των αγώνων, ούτε με το νόμο, ούτε με την παρανομία αλλά αυτοθεσμισμένες) πλήττουν την κυρίαρχη αντίληψη. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά τους με τις δομές που κατά καιρούς δημιουργεί το κράτος (“αυτοδιοίκηση”) ή οι διάφορες ΜΚΟ ή η Εκκλησία. Για παράδειγμα, στις δομές η ποιότητα δεν είναι ανάλογη του χρήματος και το βίωμα αυτό είναι, ίσως, ο πιο αποτελεσματικός και ευχάριστος τρόπος για να αποδυναμώσουμε το φαντασιακό του καπιταλισμού μέσα στο κεφάλι μας.

Εν τέλει, οι δομές αποτελούν έναν από κοινού συμφωνημένο τρόπο με τον οποίο ιδανικά εκφράζουμε τις επιθυμίες και τις ανάγκες μας. Κι όταν οι επιθυμίες και οι ανάγκες εκφράζονται συλλογικά, αντιεμπορευματικά, αντι-ιεραρχικά, επίμονα, δυναμικά και με πείσμα, το κράτος δεν μπορεί παρά να τις εχθρεύεται.

Επομένως, χωρίς αμφιβολία, όσα συνέβησαν το πρωί και το απόγευμα της Πέμπτης, ήταν ένα πρώτο σκούντημα, ένα τράβηγμα του αυτιού σε μας, στα «άτακτα» και «άνομα» παιδιά αυτής της κοινωνίας που εξακολουθούν να σκέφτονται αυτόνομα και μακριά από την παγωμένη αγκαλιά του κράτους. Δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς θα συνεχιστεί αυτός ο πόλεμος και πώς θα κλιμακωθεί. Δε θεωρούμε καθόλου απίθανο κάποια στιγμή να χαρακτηριστούμε και εμείς ως εγκληματική οργάνωση που υποθετικά οργάνωνε «τρομοκρατικές» επιθέσεις με τις κατσαρόλες και τα εκρηκτικά μπαχαρικά των κουζινών, διάβαζε βιβλία ανατρεπτικού περιεχομένου με περίεργους μουσάτους τύπους στο εξώφυλλο ή/και έκανε πλύση εγκεφάλου στους θεατές των προβολών της με κρυμμένα υποσυνείδητα μηνύματα για την επανάσταση ανάμεσα στα καρέ των ταινιών.

Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει ένα μικρό προβληματάκι για το οποίο θα θέλαμε να ενημερώσουμε τους εν δυνάμει «παιδαγωγούς» που θέλουν να μας βάλουν στον «ίσιο δρόμο»: είμαστε ξύλα απελέκητα, απείθαρχα και αποφασισμένα. Θα συνεχίσουμε να δημιουργούμε, να σκεφτόμαστε ελεύθερα, να κουβεντιάζουμε, να γελάμε και να ονειρευόμαστε, να στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, να μαγειρεύουμε, να γράφουμε εισηγήσεις, να διαβάζουμε «κακά» βιβλία μέχρι να στραβωθούμε, να βλέπουμε ταινίες, ν’ ακούμε μουσική και να χορεύουμε, να κάνουμε πορείες, να κολλάμε αφίσες και να μοιράζουμε κείμενα στη γειτονιά. Θα συνεχίσουμε να φτιάχνουμε δομές, όσες θέλουμε, ό,τι είδους θέλουμε και όπου θέλουμε, ανοιχτές σε ντόπιους και μετανάστες, γυναίκες και άνδρες, λεσβίες και διεμφυλικούς, παιδιά και ενήλικους, σκύλους και γάτες, τρελούς και λιγότερο τρελούς, τοξικοεξαρτημένους, οροθετικές, άστεγους και άνεργες. Θα συνεχίσουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς.

 

 

Αυτόνομο Στέκι, 25/10/13

ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 95-97 και ΙΣΑΥΡΩΝ, ΝΕΑΠΟΛΗ- ΕΞΑΡΧΕΙΑ

autonomo_steki@yahoo.gr

http://autonomosteki.espivblogs.net

Παρέμβαση της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη Σεπτέμβρης – Οκτώβρης 2013

Εδώ και μερικές εβδομάδες παρακολουθούμε σχεδόν αμέτοχοι τις εξελίξεις, σχετικά με τον «αφοπλισμό» της φασιστικής συμμορίας της χρυσής αυγής και τις πρόσφατες συλλήψεις της ηγεσίας της. Κατακλυζόμαστε από μια συνεχή ροή ειδήσεων και τοποθετήσεων στελεχών του ελληνικού κράτους σχετικά με τον τρόπο δράσης της οργανωμένης έκφρασης του ελληνικού υπονόμου. Βέβαια για να συμβεί αυτό έπρεπε να προηγηθεί η βάρβαρη δολοφονία ενός ανθρώπου ελληνικής καταγωγής, του Παύλου Φύσσα. Τότε ξαφνικά ξύπνησαν και οι διάφοροι «αντιφασίστες» όλων των αποχρώσεων και πήραν τους δρόμους του «αγώνα» ενάντια στον φασισμό. Ο Παύλος Φύσσας, ξαφνικά έγινε για όλους τους αριστερο-αναρχικούς τυχοδιώκτες, τα ΜΜΕ και τους διάφορους άλλους λαϊκιστές “ο Παύλος”.

Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε το γεγονός της δολοφονίας ενός αντιφασίστα από τους φασίστες της χρυσής αυγής, ούτε τα αντανακλαστικά όσων όλα τα προηγούμενα χρόνια βρέθηκαν στο δρόμο ενάντια στον οργανωμένο φασισμό, αλλά από την άλλη βέβαια, θα έπρεπε όλοι να αναρωτηθούμε έστω και για μια στιγμή, γιατί έπρεπε να δολοφονηθεί ένας άνθρωπος ελληνικής καταγωγής για να κατέβουν 20.000 κόσμου στο Κερατσίνι. Αλήθεια γιατί το ίδιο δεν συνέβη με τις δολοφονίες μεταναστών όπως παραδείγματος χάρη, στην δολοφονία του μετανάστη Sachtzat Loukman στα Πετράλωνα; Τότε η πορεία μετά βίας ξεπέρασε τα 1.000 άτομα και ξεχάστηκε σχεδόν αμέσως μετά, τι εμπόδισε τότε τον κόσμο να κατέβει;

Πολύ περισσότερο…

  • Πόσες πορείες είχαμε τα προηγούμενα χρόνια για τις φασιστικές επιθέσεις/πογκρόμ του κράτους των ελ-λήνων ενάντια στις κοινότητες των Ρομά σε ολόκληρη την επικράτεια;

  • Πόσες πορείες είχαμε για τις επιθέσεις της αστυνομίας ενάντια σε τρανς γυναίκες και τις διαπομπεύσεις οροθετικών γυναικών;

  • Πόσες πορείες είχαμε για τις δηώσεις εβραϊκών νεκροταφείων και για τους εμπρησμούς συναγωγών σε ολόκληρη την χώρα;

  • Είμαστε ικανοποιημένοι από την δράση του κινηματικού χώρου ενάντια στις επιχειρήσεις σκούπα σε μετανάστες του κράτους των ελλήνων και την μετάβαση τους σε στρατόπεδα κολαστήρια; Που ήταν όλοι αυτοί που σήμερα κάνουν παρέλαση στα τηλεοπτικά παράθυρα, όταν τον περασμένο Αύγουστο μετανάστες εξεγείρονταν στην Αμυγδαλέζα;

Η λίστα όπως συνηθίζουμε να γράφουμε σε όλα μας τα κείμενα είναι πολύ μεγαλύτερη από τα λιγοστά παραδείγματα παραπάνω, τα οποία απλά παραθέτουμε ενδεικτικά για το τι εννοούμε .

Μετά τις συλλήψεις Μχαλολιάκου, Παππά και των άλλων της χρυσής αυγής, παρατηρούμε μια κοιλιά και αμηχανία στον αντιφασιστικό χώρο, τα μέτωπα και τα άλλα φρούτα που έχουν κάνει την εμφάνιση τους μετά την είσοδο της χρυσής αυγής στην βουλή. Φαίνεται ότι πολλοί τρέφουν την αυταπάτη ότι τον μαχητικό αντιφασισμό μπορεί να τον αντικαταστήσει ο κρατικός.

 Όσοι βέβαια τρέφουν αυταπάτες ότι το παιχνίδι τελείωσε με τον ελληνικό φασισμό και τις πρακτικές του σύντομα θα διαψευστούν. Όλα συνεχίζονται και ίσως να έχουν και μεγαλύτερη ένταση στο άμεσο μέλλον, τώρα πια που οι οργανωμένοι φασίστες βγαίνουν σε ένα καθεστώς ημι-παρανομίας. Πολύ περισσότερο δε, ο ελληνικός όχλος που ψήφισε χρυσή αυγή, αλλά και κομμάτι του όχλου αυτού που μπορεί να ψηφίζει οτιδήποτε άλλο, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του διάχυτου φασιστικού λόγου και πρακτικής. Άλλωστε πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποιος θα είναι και ο διάδοχος της χρυσής αυγής, κάτι που δεν θα αργήσει να έρθει στην επιφάνεια.

Με άλλα λόγια η Χρυσή Αυγή δεν προέκυψε ούτε με παρθενογένεση ούτε απλά χάρη στο προμοτάρισμα του κράτους. Πατάει γερά και σταθερά στην ελ-ληνική κοινωνία η οποία βρίθει ρατσιστικών, σεξιστικών, αντισημιτικών και ομοφοβικών αντιλήψεων. Εξάλλου, τα στρατόπεδα κράτησης για μετανάστες, οι δηώσεις εβραϊκών νεκροταφείων, η άγρια καταστολή κινητοποιήσεων, η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών ή το κυνήγι των τρανς, προηγήθηκαν της ανόδου της Χρυσής Αυγής, επικροτήθηκαν από τον εθνικό κορμό και αναμφίβολα θα συνεχίσουν να μας απασχολούν στο μέλλον.

 Έχει αποδειχτεί όμως και ιστορικά, πως εθνικοσοσιαλιστικά και φασιστικά μορφώματα χρησιμοποιήθηκαν από το κράτος στο βαθμό που αυτά εξυπηρετούσαν και συμφωνούσαν σε συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Αυτό συνέβη με την ΕΕΕ (Εθνική Ένωση Ελλάς) την οποία ανέχτηκε ο Βενιζέλος προσβλέποντας στην τρομοκράτηση του κινήματος και τις εκκαθαρίσεις με στόχο την ελληνοποίηση περιοχών όπως η Θεσσαλονίκη, αυτό συμβαίνει και με τη Χρυσή Αυγή. Και στις δυο περιπτώσεις όμως, γίνεται φανερό πως όταν οι σχηματισμοί αυτοί επιχειρούν να ξεφύγουν από τον αναχωματικό ρόλο για τον οποίον τους προόριζε το κράτος, τσακίζονται από τους ίδιους τους θεσμούς χάρη στους οποίους γιγαντώθηκαν.

 Όλα αυτά τα γράφουμε για ακόμα μια φορά προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, σχετικά με το τοπίο που καλούμαστε να συνεχίσουμε να δρούμε, εντείνοντας μάλιστα τις προσπάθειες μας για την οικοδόμηση ενός ανθελληνικού αντιφασισμού στην πράξη.

Αξίζει να σημειώσουμε και ποίοι- αυτές τις «δύσκολες» για τα ανθρωποειδή κτήνη έτρεξαν να τους υπερασπιστούν με πάθος. Ό λόγος για τα γνωστά αντισημιτικά καθάρματα της αριστεράς του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Γιώργου Δελαστίκ και του Φωτόπουλου της περιεκτικής δημοκρατίας, που «ξαναχτύπησαν» συντονισμένα . Ό πρώτος είναι γνωστός για τις φασιστικές και αντισημιτικές του απόψεις. Θυμόμαστε ακόμα εκείνο το εξώφυλλο της εφημερίδας του ΝΑΡ, όπου είναι αρχισυντάκτης ο Δελαστίκ, το 2006, με τίτλο «ΕΒΡΑΙΟΙ ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΤΕ» ή ακόμα και τις δηλώσεις του μετά από τον εμπρησμό της συναγωγής των Χανίων, ότι ήταν έργο της Μοσαντ. Για τον δεύτερο μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά από το τέρμιναλ 119 εδώ

Σύμφωνα με τα λεγόμενα τους «η επιχείρηση χρυσή αυγή», είναι υποκινούμενη από ξένα κέντρα και στόχο έχει να βλάψει την δημοκρατία.

Στην Λακωνία τώρα η εγκληματική μπροστάντζα του ελληνικού φασισμού, η χρυσή αυγή επέλεξε να συνεχίσει την πολιτική της έντασης και μετά τις συλλήψεις της ηγεσίας της. Την Παρασκευή 27 Σεπτέμβρη περίπου 10 χρυσαυγίτες από διάφορες περιοχές, μεταξύ αυτών και την Σκάλα Λακωνίας, όπου τον τελευταίο καιρό προσπαθούν να βγουν συντεταγμένα από τις τρύπες τους σε αναζήτηση οπαδών, μοίρασαν τα ελληνικά τους σκουπίδια (εφημερίδες, φυλλάδια) στους Μολάους. Εκεί βρέθηκε στο διάβα τους ένα μέλος τη “λαϊκής συσπείρωσης Μονεμβασίας” (δημοτική παράταξη που πρόσκειται στο ΚΚΕ) και αντέδρασε έντονα. Οι τραμπούκοι της χρυσής αυγής δεν δίστασαν να τον τραυματίσουν και να προξενήσουν φθορές στο αυτοκίνητο του. Η αστυνομία προέβη σε κάποιες προσαγωγές φασιστών και του μέλους/φίλου του ΚΚΕ, όπου στην συνέχεια ακολούθησαν μηνύσεις και από τις δύο πλευρές, οι οποίες αποσύρθηκαν λίγο αργότερα. Ύστερα από την απόσυρση των μηνύσεων το γεγονός θεωρήθηκε λήξαν. Απέξω από τα δικαστήρια στην Σπάρτη όπου πήγαν φασίστες και αντιφασίστας, βρέθηκαν και οι γνωστοί ελ-ληνες «αντιφασίστες» της περιοχής φωνάζοντας κάποια συνθήματα για τα μάτια του λιγοστού τους κόσμου. Βλέπεις αυτήν την φορά αποφάσισαν να κινητοποιηθούν γιατί η επίθεση αφορούσε έναν άνθρωπο ελληνικής καταγωγής και όχι κανένα «γύφτο» (όπως αποκαλούν κάποιοι από τους έλληνες βλάκωνες αριστερούς, τους Ρομά), ή για κάποιον/α που δεν ξέρουν στο κάτω κάτω από που κρατάει η σκούφια του (βλέπε κάποιον Πακιστανικής καταγωγής). Αυτός προφανώς ήταν και ο λόγος που δεν εμφανίστηκε κανείς, όταν στην Σκάλα Λακωνίας η χρυσή αυγή επέλεξε να κάνει το γνωστό σε όλους/ες show, ενάντια στον καταυλισμό των Ρομά και σε μετανάστες το περασμένο Ιούλιο.

Ο «αντιφασισμός» τους λοιπόν φαίνεται να αφορά αποκλειστικά και μόνο – ελληνικής καταγωγής άτομα, επιλέγοντας κάθε φορά με συγκεκριμένα κριτήρια «ελληνικότητας», αλλιώς δεν βρίσκουμε άλλη εξήγηση για την σιωπηρή τους στάση όλους τους προηγούμενους μήνες που η χρυσή αυγή και οι ντόπιοι φασίστες έδιναν και έπαιρναν.Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το ΚΚΕ στην Σπάρτη ήταν σχεδόν άφαντο στην συγκεκριμένη πράξη αλληλεγγύης και αρκέστηκε στο να εκδόσει μια ανακοίνωση με τις γνωστές του θέσεις.

Αργότερα αποπειράθηκε ανεπιτυχώς και πορεία στα τοπικά γραφεία της συμμορίας στην πόλη. Παρ όλες τις πολιτικές μας διαφορές θα θέλαμε να εκφράσουμε την στήριξη μας στον άνθρωπο αυτό που έστω και μόνος αντέδρασε στον χρυσαυγίτικο όχλο. Η θέση μας περί αλληλεγγύης με όποιον/α πέφτει θύμα φασιστικής επίθεσης παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Αυτός ήταν και ο λόγος που παρευρέθηκε και ένας από εμάς στην δράση αλληλεγγύης στα δικαστήρια, σίγουρα νιώθοντας άβολα μέσα σε όλους αυτούς τους ελ-ληνες «αριστερούς». Μέσα από αυτές τις γραμμές θα θέλαμε να καλέσουμε και τον κύριο που δέχτηκε την επίθεση, αν τύχει να διαβάσει αυτό εδώ το κείμενο, να αναρωτηθεί για την στάση και την συνολική τοποθέτηση του κόμματος που κατεβαίνει υποψήφιος στις εκλογές και αν πρέπει να ξανασκεφτεί την στάση του.

Εκτιμούμε ότι αυτήν την κατάσταση την κατανοούν και άλλοι πέρα από εμάς.Πολλοί και πολλές είναι αυτοί που εγκαταλείπουν τα υπάρχοντα σχήματα, βλέποντας με νηφαλιότητα την σάπια στρατηγική και την πορεία του αριστερό-αναρχικού ελληνικού αντιφασισμού σήμερα και όσο περνάει ο καιρός ο όγκος αυτού του κόσμου θα μεγαλώνει. Ελπίζουμε όμως αυτός ο κόσμος να μην επιλέξει το δρόμο της αποστασιοποίησης, αλλά το ακριβώς αντίθετο, να βγουν στην επιφάνεια και νέα εγχειρήματα, με οριζόντια δομή, με νέες ιδέες και κριτική στο υπάρχον.

 – Και όταν στην Σκάλα αχνοφαίνεται ο ήλιος το πρωί

Βγαίνοντας μια βόλτα στους δρόμους της Σκάλας τις τελευταίες εβδομάδες εύκολα μπορεί να συμπεράνει κανείς ύστερα από συζητήσεις, ότι το μεγαλύτερο κομμάτι όσων στήριξαν την χρυσή αυγή έχουν αρχίσει να λουφάζουν. Οι Σκαλιώτες νοικοκυραίοι πάνω από όλα ως θρασύδειλοι και τυχοδιώκτες, πηγαίνουν πάντα προς τα εκεί που γέρνει η πλάστιγγα της δύναμης, ή ότι τέλος πάντων φαντάζει δύναμη και αήττητο. Το θέαμα της στρατιωτικής αμφίεσης, τα όπλα, οι παρελάσεις και οι επιθέσεις σε μετανάστες, μπορεί να ικανοποίησε τις ανάγκες του όχλου, όσο η χρυσή αυγή έμοιαζε με καλά οργανωμένο στρατό, τώρα όμως η εικόνα αλλάζει και μάλιστα γρήγορα. Τόσο γρήγορα όσο αλλάζουν απόψεις και οι ελ-ληνες νοικοκυραίοι.

Για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο καλό θα ήταν να ανατρέξουμε μελλοντικά και σε μια μαζική ψυχοπαθολογική ανάλυση του φασισμού, πάντα όμως και υπό το πρίσμα των διαχρονικών χαρακτηριστικών του εθνικού κορμού.

Η νέα αυτή συγκυρία δίνει μια παράταση χρόνου και νέες ευκαιρίες να ξανασκεφτούμε μια σειρά ζητήματα και πως θα τα αντιμετωπίσουμε στο άμεσο μέλλον. Πολύ περισσότερο είναι μια ευκαιρία να ξαναδουλέψουμε μια σειρά προτάσεις απευθυνόμενοι σε μεγαλύτερα κομμάτια κόσμου, κυρίως της νεολαίας της περιοχής μας.

Ως επίλογος

Θα θέλαμε στον επίλογο αυτού του κειμένου να ευχαριστήσουμε όλους και όλες για τα μηνύματα και τις προτάσεις τους, το περασμένο διάστημα. Γνωστοποιούμε ότι τις προτάσεις που λαμβάνουμε τις παίρνουμε πάντα πολύ στα σοβαρά. Για αυτόν τον λόγο καλούμε σε ανοιχτή οργανωτική σύσκεψη της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη μέσα στον Νοέμβριο(περισσότερες πληροφορίες σύντομα), με στόχο να συζητήσουμε όλα τα παραπάνω και να βάλουμε παραπέρα βάσεις σε αυτό που εμείς ονομάζουμε ανθελληνικό αντιφασισμό.

Υσ: Όσο για κάποιους άλλους, που δεν μπορούν να χαλαρώσουν με την κριτική και στέλνουν ανώνυμα μηνύματα σε λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα και κάτω από κείμενα μας, ακολουθώντας τις γνωστές πρακτικές της μεγάλης του σταλινο-νετσαγεφισμού σχολή, τους ενημερώνουμε ότι και αυτά τα λαμβάνουμε υπόψη μας. Σύντομα θα φτιάξουμε κάτι σαν λεύκωμα με τα καλύτερα από αυτά τα σχόλια. Όσο η κριτική στο “εθνικό” απουσιάζει και πολύ περισσότερο όσο παίρνετε “θέσεις μάχης” μαζί με τους έλ-ληνες νοικοκυραίους, τόσο η ανθελληνική κριτική απέναντι σας θα έχει όλο και περισσότερη αξία, γιατί δεν είστε τίποτα άλλο από ένα αποτέλεσμα της σκατοκοινωνίας που λέγετε ελλάδα και των μόνιμων χαρακτηριστικών αυτής, του σεξισμού, του αντισημιτισμού, της ομοφοβίας και του ρατσισμού. Τους προκαλούμε βέβαια να τοποθετηθούν δημόσια, να διαβάσουμε επιτέλους τις θέσεις τους εάν τους έχουμε παρεξηγήσει…

η συνέλευση της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη 15 Οκτώβρη 2013

Πηγή: αυτόνομη πρωτοβουλία ενάντια στην λήθη (beta)

Κ.Π.Καβάφης. 80 χρόνια μετά τον μετατρέπουν σε μέσο προπαγάνδας

kava

O Kωνσταντίνος Kαβάφης, σε αχρονολόγητο σχέδιο από τον Γιάννη Kεφαλληνό.

 

Γράφει η Sylvia…

Είχα την τύχη ως φοιτήτρια να μου διδάξει λογοτεχνία και ιδιαίτερα το έργο του Καβάφη, μια υπέροχη γυναίκα, η Ιλινασκαγιά, μια γυναίκα που μετέφρασε τον ποιητή στα Ρώσικα μιας και η ίδια ήταν Ελληνορωσίδα. Είχε την ικανότητα να προσεγγίζει την ποίηση πέρα από «πρέπει», τυπικές τεχνοκρατικές αναλύσεις, σου μάθαινε να βλέπεις πίσω από τους στίχους, να μαθαίνεις την βαθύτερη ψυχολογία του δημιουργού μέσα από τους στίχους. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε επιλέξει τον Καβάφη. Μια ποιητική σκιά, έναν άνθρωπο που περισσότερο δυστυχώς ο σύγχρονος νεοελληνικός κόσμος ασχολήθηκε με το αν και πόσο ομοφυλόφιλος ήταν παρά με την ουσία της ψυχής και του έργου του. Ένας άνθρωπος χαμηλόφωνος, που στην ουσία το έργο του εκπροσωπούσε μια οικουμενικότητα, ανάλογα και ο ίδιος λόγω των διαρκών αλλαγών στα μέρη διαμονής του, αλλά και λόγω της καταγωγής του.

Σκέφτηκα αρκετά αν θα έπρεπε να ασχοληθεί κανείς στα σοβαρά με την γελοιότατη επιλογή να κοσμήσει λεωφορεία και τρόλεϊ, αυτός ο ποιητής, σα να είναι διαφήμιση κινητού. Και το χειρότερο να επιλεγούν στίχοι από ποίημα του, παραβιάζοντας και παρερμηνεύοντας την σημασία τους, μόνο και μόνο για να επηρεάσουν, όσους δεν έτυχε να διαβάσουν το συγκεκριμένο ποίημα, ή δεν ήρθαν σε επαφή με τα γραπτά του ποιητή.

 

Δεν είναι οι αντιρρήσεις και η καταδίκη της κίνησης αυτής, να κοσμεί τα λεωφορεία ο απομονωμένος στίχος του Καβάφη «είναι επικίνδυνον πράγμα η βία», και το όνομα του αλεξανδρινού ποιητή, αποτέλεσμα μιας δήθεν ευθιξίας απέναντι σε τοτέμ ή αυθεντίες, απέναντι σε σύμβολα. Όχι. Είναι το γαμώτο, ότι τελικά επιστρατεύονται και προσβάλλονται τα πάντα στην προσπάθεια να μας κάνουν πειθήνια όργανα και πρόβατα. Δήθεν πολιτισμός, δήθεν κουλτούρα και λεωφορεία με στίχους του Καβάφη, που ΔΗΘΕΝ θεωρούν κάθε μορφή βίας επικίνδυνη. Παραποιώντας με τον πιο ύπουλο τρόπο τα λόγιά του, και όχι με χαζό τρόπο, δεν είναι χαζομάρα η επιλεκτική αυτή διαδικασία, δεν έγινε εκ παραδρομής και δεν έγινε επειδή δεν κατάλαβαν διαβάζοντας το ποίημα από όπου προέρχεται ο στίχος, ότι η λέξη βία σημαίνει ΞΕΚΑΘΑΡΑ «βιασύνη». Είναι άλλος ένας τρόπος να περάσουν την θεωρία των δύο άκρων, στο μυαλό του φιλήσυχου νοικοκύρη, είναι ένας ακόμη τρόπος να πείσουν ότι κάθε μορφή αντίδρασης είναι βία και πρέπει να ορίζεται ως παράνομη, ότι είναι επικίνδυνοι όσοι δεν σκύβουν το κεφάλι…

Το καλό κράτος, η καλή κυβέρνηση του Σαμαρά και η αυλή του, συμβουλεύει «είναι επικίνδυνον πράγμα η βία» βάζοντας ως υπογραφή τον Καβάφη. Τον οποίο Καβάφη, αν δεν τον είχε αγκαλιάσει και τιμήσει ολόκληρος ο κόσμος, αν δεν ήταν ο Έλληνας ποιητής που έχει μεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες, και κάνει τους «μέγα Έλληνες» να φουσκώνουν από περηφάνια, σίγουρα θα ενοχλούσε τους συντηρητικούς φιλελεύθερους καλούς πολίτες και πολιτικούς η ομοφυλοφιλία του, σίγουρα δεν θα τον τιμούσαν ανάλογα επικαλώντας τον κάθε λίγο και λιγάκι. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ουδεμία ιδέα δεν έχουν για το ποιος ήταν ο Καβάφης, τι ακριβώς πρέσβευε και πώς κατάφερε ζώντας σε μια εποχή που στιγματίστηκε από διακρίσεις, παρακμή και μέγιστη φθορά στην κοινωνική και πολιτική ζωή να κρατήσει την αξιοπρέπειά του. Φύσει διακριτικός και χαμηλών τόνων άνθρωπος σίγουρα δεν θα χαιρόταν ούτε με την παραποίηση των στίχων του, ούτε με το να βολτάρει στους δρόμους της Αθήνας γραμμένος πάνω σε τρόλεϊ για να εξυπηρετήσει την προπαγάνδα των ιθυνόντων που τόσο πολύ ο ίδιος ειρωνεύτηκε, έκρινε και εν τέλει λυπήθηκε για την ματαιότητα των μεγάλων φιλοδοξιών που έχουν όσοι κατέχουν εξουσία.

Έχει προειδοποιήσει ο ίδιος τους αναγνώστες του σε ένα ανέκδοτο ποίημά του, πίσω από τα σύμβολα να τον αναζητήσουν, εκεί είναι ο αληθινός του εαυτός, για να τον νιώσουν : «Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα/να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν» και «Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις/και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα –/από εκεί μονάχα θα με νιώσουν».

Ο επίμαχος στίχος είναι από το ακόλουθο ποίημα:

Ἐν Mεγάλῃ Ἑλληνικῄ Ἀποικία, 200 π.Χ.

Ὅτι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ εὐχήν στήν Ἀποικία
δέν μέν’ ἡ ἐλαχίστη ἀμφιβολία,
καί μ’ όλο πού ὁπωσοῦν τραβοῦμ’ ἐμπρός,
ἴσως, καθώς νομίζουν οὐκ ὀλίγοι, να ἔφθασε ὁ καιρός
νά φέρουμε Πολιτικό Ἀναμορφωτή.

Ὅμως τό πρόσκομμα κ’ ἡ δυσκολία
εἶναι πού κάμνουνε μιά ἱστορία
μεγάλη κάθε πρᾶγμα οἱ Ἀναμορφωταί
αὐτοί. (Εὐτύχημα θα ἦταν ἄν ποτέ
δέν τούς χρειάζονταν κανείς.) Γιά κάθε τί,
γιά τό παραμικρό ρωτοῦνε κ’ ἐξετάζουν,
κ’ εὐθύς στόν νοῦ τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
μέ τήν ἀπαίτησι νά ἐκτελεσθοῦν ἄνευ ἀναβολής.

Ἕχουνε καί μιά κλίσι στές θυσίες.
Παραιτηθεῖτε ἀπό τήν κτήσιν σας ἐκείνη∙
ἡ κατοχή σας εἶν’ ἐπισφαλής:
ἡ τέτοιες κτήσεις ἀκριβῶς βλάπτουν τές Ἀποικίες.
Παραιτηθεῖτε ἀπό τήν πρόσοδον αὐτή,
κι ἀπό τήν ἄλληνα τήν συναφῆ,
κι ἀπό τήν τρίτη τούτην: ὡς συνέπεια φυσική∙
εἶναι μέν οὐσιώδεις, ἀλλά τί νά γίνει;
σας δημιουργοῦν μιά ἐπιβλαβή εὐθύνη.

Κι ὅσο στόν ἔλεγχό τους προχωροῦνε,
βρίσκουν καί βρίσκουν περιττά, καί νά παυθοῦν ζητοῦνε∙
πράγματα πού ὅμως δύσκολα τά καταργεῖ κανείς.

Κι ὅταν, μέ τό καλό, τελειώσουνε τήν ἐργασία,
κι ὁρίσαντες και περικόψαντες τό πᾶν λεπτομερῶς,
ἀπέλθουν, παίρνοντας καί τήν δικαία μισθοδοσία,
νά δοῦμε τί ἀπομένει πιά, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική. –

Ἴσως δέν ἔφθασεν ἀκόμη ὁ καιρός.
Να μή βιαζόμεθα∙ εἶν’ ἐπικίνδυνον πρᾶγμα ἡ βία.
Τά πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Ἔχει ἄτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, ἡ Ἀποικία.
Ὅμως υπάρχει τί τό ἀνθρώπινον χωρίς ἀτέλεια;
Καί τέλος πάντων, νά, τραβούμ’ ἐμπρός.

[1928]

Και ναι κύριοι που καταδικάζετε την βία από όπου κι αν προέρχεται και θέλετε πολίτες πειθήνιους και που τα πάντα προς όφελος σας τα τσουβαλιάζετε για να λειτουργήσετε με τον απόλυτο γκεμπελισμό, κάνατε τεράστιο λάθος να επιλέξετε στίχο από το συγκεκριμένο ποίημα, γιατί όσοι, και ελπίζω να είναι πολλοί, δεν το ξέρουν και το διαβάσουν θα δουν ότι είναι ένα ποίημα που με τον ιδιαίτερο και συμβολικό τρόπο του Καβάφη, καταδικάζει όλους εσάς τους δήθεν σωτήρες και την παρακμή που επιφέρετε στην κοινωνία. Αυτό είναι το νόημα του ποιήματος. Ενδεικτικά μια πολύ γρήγορη προσέγγιση δείχνει ότι :

Τίποτε δεν έχει σημασία για τους Αναμορφωτές πέρα από το τελικό αποτέλεσμα, έστω κι αν αυτό προκύψει μέσα από βίαιες ανατροπές για ολόκληρη την κοινωνία. Οι Αναμορφωτές δε γνωρίζουν τις λεπτές ισορροπίες που έχουν δημιουργηθεί με τα χρόνια σε μια κοινωνία, δεν ενδιαφέρονται για τους πολίτες και τις ανάγκες τους, το μόνο που κάνουν είναι να «βρίσκουν και βρίσκουν περιττά». Όντας αποστασιοποιημένοι και αδιάφοροι για την πολιτεία, οι Αναμορφωτές τα θεωρούν όλα περιττά.

Κι όταν τελειώσουν το χειρουργικό τους έργο τι απομένει; Μια οικονομική επανόρθωση στα χαρτιά και μια κοινωνία που έχει έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο των κρατούντων. Εκείνοι παίρνουν στο ακέραιο την ανταμοιβή τους -τους αξίζει άλλωστε για το αποτελεσματικό τους έργο- και η πολιτεία μένει ακρωτηριασμένη.

Ο Καβάφης δεν επιλέγει τη λύση των Αναμορφωτών,με ψυχραιμία και με νηφαλιότητα, ειρωνεύεται την πολιτική αναδιαμόρφωσης που ακολουθείται. Ο χρόνος στον οποίο έχει τεθεί η δράση του ποιήματος ( 200 π.Χ. ) έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την αισιόδοξη νότα του τελευταίου στίχου που πρεσβεύει ότι τουλάχιστον η πολιτεία προχωρά μπροστά . Ο ποιητής , άλλωστε , δεν επιθυμεί να στηρίξει τη σκέψη ότι η πολιτεία θα σωθεί χωρίς τους Αναμορφωτές , η πολιτεία είναι ούτως ή άλλως χαμένη . Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να δώσει με μεγαλύτερη έμφαση την άρνησή του απέναντι στους Αναμορφωτές . Ακόμη και μια πολιτεία που είναι καταδικασμένη να χαθεί δεν έχει κανένα λόγο να στρέφεται στους Αναμορφωτές . (μέρη από την ανάλυση του συγκεκριμένου ποιήματος προέρχονται από τον επίσημο δικτυακό τόπο του Κ.Π.Καβάφη)

Σαφώς ο Καβάφης προέρχεται από άλλη εποχή και αναφέρεται σε άλλες μορφές προβλημάτων, όμως ξαναλέω η ουσία και ο συμβολισμός των έργων του παραμένουν διαχρονικά και ουδόλως τυχαίως παραμένει επίκαιρος.

Κλείνω για να μην χαλάσω την έξαρση της ποιητικής ευαισθησίας , που έπιασε ξαφνικά όσους μας κυβερνούν, με ένα άλλο ποίημα του Καβάφη, χωρίς αποκομμένους στίχους, ελπίζοντας πως η προσπάθεια αυτή εκμετάλλευσης και διαστρέβλωσης να μην βρει καμιά υποστήριξη.

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ’ όχι –το σωστό– εις όλην την ζωή του.»


Κ. Καβάφης

Αναδημοσίευση από: http://tokoskino.wordpress.com/2013/10/19/%CE%BA-%CF%80-%CE%BA%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%86%CE%B7%CF%82-80-%CF%87%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%AD%CF%80%CE%BF/

Άρης Τσιούμας, Κοινωνικός Αναρχισμός, ένα ρεύμα του μέλλοντος

Ana

 

Τι είναι ο Κοινωνικός Αναρχισμός;

( Μια προσέγγιση για ένα σχέδιο πολιτικού προγράμματος και οργανωτικής έκφρασης του κοινωνικού αναρχικού κινήματος. Δημοσιεύτηκε στην πολιτική επιθεώρηση “Κοινωνικός Αναρχισμός” που κυκλοφόρησε από τις συνεργατικές εκδόσεις Κουρσάλ ). 

«Όλοι οι αναρχικοί είναι κομμουνιστές, όλοι οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί». P. Kropotkin

Μια εισαγωγή 

Από το 2008 στη χώρα μας -κυρίως- αλλά και διεθνώς, αρχικά στις ΗΠΑ κι έπειτα εντονότερα στην Ευρώπη, εμφανίζεται με τους πλέον καθετοποιημένους όρους το νέο σχήμα ολοκληρωτικής καπιταλιστικής διαχείρισης[1], το οποίο επωαζόταν εδώ και δεκαετίες κυρίως από το αγγλοσαξονικό think tank και εκτελούνταν μέσω των διεθνών οργανώσεων της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης [Ε.Ε., ΝΑΤΟ, ΕΚΤ, ΔΝΤ, ΟΟΣΑ].

Οι καπιταλιστικές ελίτ, αφού διαμόρφωσαν τις συνθήκες για τη λήξη της «συναινετικής» περιόδου του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης, τώρα αναβαθμίζουν γρήγορα τις θέσεις τους, ώστε να εξαπολύσουν μια εντονότερη και πιο δομική επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας. Η περίοδος-φούσκα, κατά την οποία μπορούσε να εξαγοραστεί η κοινωνική συναίνεση μέσω της προσφοράς ελπίδων και υποσχέσεων κατανάλωσης με δανεικό χρήμα, έσκασε μετά από σαράντα περίπου χρόνια διόγκωσης. Ο παγκόσμιος χώρος, το οικουμενικό περιβάλλον και ο συλλογικός χρόνος αποικίστηκαν από την καπιταλιστική σχέση με όρους ανελέητης κακοποίησής τους. Τούτο, είχε ως συνέπεια την κακοποίηση του ίδιου του ανθρώπου μέσω των νέων, αρνητικών συσχετισμών εκμετάλλευσης-αναπαραγωγής του.

Η συναίνεση, ως πολιτική μεσολάβηση, εγκαταλείφθηκε από τις ελίτ ως ιδιαιτέρως ακριβή διαδικασία. Οι τελευταίες, φεύγοντας από το τραπέζι του διαλόγου περί κοινωνικού συμβολαίου έριξαν, την ίδια στιγμή, ένα ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο όσων είχαν απομείνει στο τραπέζι να ψελλίζουν περί εκπροσώπησης κοινών συμφερόντων και ειρηνικής συνύπαρξης.

Η νέα περίοδος, μέσα στην οποία θα αναμετρηθούν και πάλι με όρους ανταγωνιστικούς οι μεγάλες δυναμικές του 20ου αιώνα -όπως αυτές εκφράστηκαν από τις ταξικές δυνάμεις- ονομάζεται, για την ώρα, Κρίση. Η Κρίση συντρίβει ευθύς αμέσως όλα τα θέσφατα, όλες τις προηγούμενες κοινωνικές και πολιτικές συγκροτήσεις και, ως εκ τούτου, το σύνολο των παραδειγμάτων αντίστασης, που διαμορφώθηκαν στον πυρήνα της μεταπολεμικής περιόδου «ανάπτυξης».

Η Κρίση επαναφέρει, ως προτεραιότητα στη δημόσια σφαίρα, το αρχετυπικό, κοινωνικό πρόβλημα της ανισότητας και της αδικίας στο εκσυγχρονισμένο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Παράλληλα, οξύνει τις αντιθέσεις που διέπουν το κοινωνικό σώμα.

Ό,τι παρήχθηκε ως διαλεκτικό παράγωγο των ανταγωνιστικών, κοινωνικών δυνάμεων στο βιοπολιτικό πεδίο της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, συντρίβεται ως κοινό βάζο που σπάει στον πρώτο καβγά της νέας περιόδου των ταραχών. Σύνολες οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν ή δε θέλουν να αντιληφθούν τη νέα αυτή πραγματικότητα, ενώ από τη άλλη πλευρά το ανήμπορο -προσώρας- πλήθος των καταπιεσμένων, δεν έχει κερδίσει ακόμα τα όπλα της αντιπαράθεσης, και παραμένει γυμνό απέναντι στις επιθέσεις των ελίτ.

Ο παλιός κόσμος, το μοντέλο πολιτικής διαχείρισης προ κρίσης, ταυτίζεται με το νέο τοπίο του ρημαγμένου, πολιτικού χώρου, εκφράζοντας την κοινωνική αποσύνθεση σε κρισιακό περιβάλλον. Ως εκ τούτου, αποτελεί κοινό τόπο για το συλλογικό φαντασιακό, ότι για τη σημερινή κατάσταση ευθύνεται -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών συγκροτήσεων διαμεσολάβησης, σε όποιο σημείο του πολιτικού φάσματος κι αν αυτές τοποθετούνται.

Η ταξική αναδιάρθρωση, εκτός όλων των άλλων, μεταβάλλει τα εργαλεία κατασκευής ιδεολογιών, πολιτικών προσήμων και ιδεοτύπων συλλογικής δράσης. Πάνω απ’ όλα επαναφέρει τις μεγάλες συζητήσεις, από όπου είθισται να προκύπτουν οι μεγάλες αφηγήσεις, οι οποίες, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες λειτουργίες τους, δε φαίνεται να εξαντλούν τις προκείμενές τους για έναν κόσμο που, αντιθέτως με ότι πιστεύαμε ίσως κάποια χρόνια πριν, δεν άκουσε τα πάντα που -τάχα- είχαν ήδη ειπωθεί..

Η πολιτική συγκυρία 

Η Κρίση αποτελεί, επί της ουσίας, την αίθουσα αναμονής και το αναγκαίο στάδιο μέσα από το οποίο θα διέλθει ο καπιταλισμός, προτού οδηγήσει τις δυτικές κοινωνίες στη νέα κατάσταση του αποχαλινωμένου, οικονομικού ολοκληρωτισμού του κεφαλαίου. Η περίοδος αυτή, λοιπόν, λαμβάνει πολύ σημαντικές διαστάσεις, καθώς από τις αντιστάσεις που θα παράξουν οι κοινωνίες, θα εξαρτηθεί η νέα, δυναμική σχέση που θα καθορίσει, όχι απλώς τους πολιτικούς, αλλά τους βαθύτερα κοινωνικούς και πολιτειακούς συσχετισμούς. Αυτό θα συμβαίνει, καθόσον οι πολιτικές εντολές της διοίκησης θα σχετίζονται όλο και πιο άμεσα με τις ζωές των υπηκόων, σε σημείο τέτοιο που να τίθεται ζήτημα άρσης της ασυλίας της ίδιας της ζωής και των αναγκαίων προϋποθέσεών της. Σε αυτό το πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να προσαρμοστούν οι αντιλήψεις μας ως προς τα φιλοσοφικά εργαλεία και την πολιτική σκέψη, που θα μας επιτρέψουν την κοινωνική διείσδυση.

Η άρση της καπιταλιστικής υπόσχεσης και η εξάντληση του βασικού υλικού κατασκευής της συναίνεσης, δηλαδή του χρήματος, δίνει εκρηκτικά χαρακτηριστικά στην κοινωνική βάση και αποστοιχίζει μαζικά τους καταπιεσμένους από τις προηγούμενες πολιτικές και ίσως ιδεολογικές τους επιλογές. Όσο ο καπιταλισμός αδυνατεί να γεμίσει τα στόματα των κατώτερων τάξεων, έστω και υποτυπωδώς, τόσο η αστική δημοκρατία θα αποσύρεται στο παρασκήνιο. Εν τέλει, θα εγκαινιαστεί η εποχή των εντάσεων και των ταραχών. Η τελευταία, μπορεί να παρομοιαστεί, ως συνθήκη σύγκρουσης, με την περίοδο της ολοκληρωτικής επικράτησης του δυτικού καπιταλισμού επί της φεουδαρχικής διάρθρωσης και της αγροτικής ζωής.

Στην Ελλάδα, το εν λόγω πείραμα, όχι μόνο έχει ξεκινήσει, αλλά έχει διανύσει ήδη μια μεγάλη απόσταση. Το πρώτο κομμάτι της σύγκρουσης εξελίσσεται, με τις οργανωμένες δυνάμεις της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου να εναντιώνονται στις άτακτες κοινωνικές δυνάμεις των αντιστεκόμενων. Η αδυναμία συσπείρωσης των κοινωνικών δυνάμεων αντίστασης και ανατροπής γύρω από ένα πρόγραμμα επαναστατικής και ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, μπορεί αρχικά να θεωρήθηκε εύλογη. Η ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής θεωρίας και πρακτικής φάνταζε ένα πραγματικά δύσκολο έργο, ειδικά μετά από μια περίοδο διευρυμένης κοινωνικής ραστώνης, την οποία εξέθρεψε η ευρωπαϊκή συναίνεση και η «εκσυγχρονισμένη» σοσιαλδημοκρατία του δανεισμένου χρήματος. Ασφαλώς, η τελευταία συνέχιζε να παράγει σκλάβους, χρησιμοποιώντας κυρίως την εργατική δύναμη των αλλοδαπών.

Σήμερα, όμως, πριν καλά καλά διαμορφωθεί ένας οργανωμένος πόλος αντίστασης σε μια κατεύθυνση επαναστατική και προτού μπορέσει το κοινωνικό κίνημα να γίνει όντως απειλητικό, βλέπουμε ότι το σύστημα εξαπολύει ακόμα και τις φασιστικές του εφεδρείες. Καθώς η προηγούμενη αδυναμία συσπείρωσης έχει γίνει πια γάγγραινα, η επιλογή της δημιουργικής σύγκρουσης απομακρύνεται, στην καλύτερη περίπτωση, προς όφελος του εκσυγχρονισμένου «αριστερού μεταρρυθμισμού». Στη χειρότερη περίπτωση, ενδυναμώνεται το μπλοκ της ακροδεξιάς και της ναζιστικής αντι-εξέγερσης. Μετά από τέσσερα χρόνια Κρίσης, έχουν κάνει την εμφάνισή τους όλοι οι μπαλαντέρ της πολιτικής ζωής, είτε αυτοί φορούν το πουκάμισο του ρεφορμισμού είτε τη γραβάτα του νεοφιλελευθερισμού, ή ακόμα και τη στολή των Ες-Ες. Μολονότι όλες οι δεξαμενές σκέψης έχουν στερέψει ουσίας εδώ και καιρό, συνεχίζουν να παράγουν τάσεις επηρεασμού της κοινωνικής ζωής, ανασύροντας στην επιφάνεια τον βούρκο των πιο απάνθρωπων αντιλήψεων.

Μόνο το επαναστατικό κομμάτι του κοινωνικού κινήματος δεν έχει διαμορφώσει ακόμα τους όρους για την πολιτική και οργανωτική του έκφραση. Δεν έχει ανακεφαλαιώσει τα κοινωνικά κινήματα και τις χιλιάδες φλέβες κοινωνικής αντίστασης και δημιουργίας σε ένα ενιαίο σώμα, το οποίο θα ήταν ικανό να δώσει τη μάχη απέναντι στο υπάρχον, τον ρεφορμισμό και τον εθνικισμό. Για να μπορέσει να γίνει αυτό, θα πρέπει το οργανωμένο, ταξικό, επαναστατικό, κοινωνικό κίνημα να επανακαταστήσει τον εαυτό του ως δύναμη διεξόδου από το περιβάλλον εκμετάλλευσης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό, στρατηγικό αλλά και τακτικό επίπεδο. Αυτό θα συμβεί, εφόσον διαμορφώσει ένα πρόγραμμα βασισμένο στην κοινωνική ανάγκη, το οποίο θα του επιτρέψει, πρώτα απ’ όλα, να επιβληθεί στο εσωτερικό του κοινωνικού κινήματος, να συστρατεύσει δυνάμεις ευρύτερες των ιδεολογικών του αναφορών και να εμπνεύσει τις επιθυμίες των αποκλεισμένων, των φτωχών, των προλεταρίων.

Δεδομένης της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, που έχει διαμορφώσει συνθήκες ανέχειας στο κοινωνικό σώμα, το κίνημα που θα κατορθώσει να προτείνει μια πορεία πολιτικής πράξης με πυξίδα την κοινωνική αναγκαιότητα, θα καταφέρει να γίνει ο κινητήριος μοχλός προς μια θετική αποδέσμευση από την καπιταλιστική μέγγενη.

Ειδικότερα, στην Ελλάδα του σήμερα, ένα κίνημα επαναστατικής πολιτικής θα πρέπει να απαντήσει συνολικά ακόμα και στο επίπεδο των αξιών. Η διαρκής υποβάθμιση των εισοδημάτων των εργαζομένων δημιουργεί συνθήκες ανέχειας, τα ποσοστά ανεργίας παραπέμπουν σε συνθήκες γενοκτονίας του περισσευούμενου εργατικού δυναμικού και η ναζιστική πολιτική των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της δημόσιας διαπόμπευσης με την επίφαση των «υγειονομικών πολιτικών», γίνεται κατανοητή μέσω της ταξικής οπτικής της παρανομοποίησης του αλλοδαπού, πολυάριθμου, εργατικού δυναμικού.

Η απόσυρση του κράτους από τα «καθήκοντα» της κοινωνικής πρόνοιας, προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου, σε βαθμό που να μην προσφέρει τίποτα πλέον στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, υποδεικνύει το δρόμο όπου πρέπει να βαδίσει το επαναστατικό κίνημα, εκδηλώνοντας τι μπορεί και πρέπει να αντικατασταθεί από τις δομές του. Η διεύρυνση του ελλείμματος στην παιδεία, την υγεία και τα δημόσια αγαθά εν γένει, δημιουργεί τις προϋποθέσεις άρνησης της εξουσίας τους κράτους και του κεφαλαίου με καθετοποιημένους όρους, υλοποιώντας το πρώτο βήμα της κοινωνικής αυτοάμυνας, ενόσω πυροδοτεί τη δημιουργική, κοινωνική δράση της βάσης. Η τελευταία, οφείλει να αναλάβει την πολιτική και κοινωνική ευθύνη για την ανατροπή των υφιστάμενων όρων διαβίωσης.

Μια θεωρία

Απόρροια των παραπάνω, οφείλει να είναι ο προβληματισμός γύρω από τα εργαλεία εκείνα που θα συγκροτήσουν μια πρόταση ολικής αντιπαράθεσης. Ο χρήσιμος βολονταρισμός δεν μπορεί να υποσχεθεί ένα καινούργιο κόσμο από μόνος του, σε μια εποχή που τα σημαινόμενα γίνονται με μεγάλη δυσκολία αντιληπτά από την κοινωνική βάση. Ακόμη και το σημαίνον, απαλείφεται πίσω από τις διάφορες και περίπλοκες διαδικασίες αλλοτρίωσης που μπόλιασε σαν ιούς στο κοινωνικό σώμα η προηγούμενη καπιταλιστική διαχείριση των υποσχέσεων, της συμμετοχής, της ενσωμάτωσης και της κατανάλωσης.

Η ρήση του «όσα είπαμε παλιά ισχύουν» ήταν ένα χρήσιμο εφαλτήριο για την προηγούμενη περιόδο, οπότε το κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα έπρεπε να δώσει μια σκληρή μάχη επιβίωσης απέναντι στην απειλή εξαφάνισης του πλαισίου δικαίου. Η ρευστοποίηση των νοημάτων που επέβαλε η τρέχουσα, μεταμοντέρνα αφήγηση, βρήκε τρόπο να διεισδύσει και στο εσωτερικό των κοινωνικών κινημάτων. Σήμερα, όμως, εν μέσω των νέων συνθηκών που διαμορφώνονται -όπου οι δήθεν τυφλοί έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή της πραγματικότητας και μόνο όσοι δεν θέλουν να δουν κάνουν πως δεν βλέπουν- πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παρακάτω, λέγοντας: Ποια ακριβώς από «όσα είπαμε παλιά ισχύουν»; Ποια είναι η σχέση μας με το παλαιό και το παρόν και από πού αντλούμε την προσδοκία να αναλογιζόμαστε ένα διαφορετικό μέλλον; Ποια διαλεκτική συνέχειας-ασυνέχειας αποκαλύπτει το θεωρητικό μας οπλοστάσιο και μας παρωθεί να επαναδιατυπώσουμε την πολιτική μας, συγκροτώντας τα εργαλεία σκέψης και εμπνέοντας τη δράση μας;

Όλες οι «μεγάλες αφηγήσεις» του 19ου και του 20ου αιώνα μοιάζει να δοκιμάστηκαν, έστω μια φορά ή έστω και στρεβλά σε κάποιο σημείο του πλανήτη, κυρίως ως κυβερνητικά προγράμματα. Μόνο το σύστημα σκέψης που συγκρότησε ο κλασσικός αναρχισμός δεν κατόρθωσε μέσα στην πλημμυρίδα των εργατικών και πολιτικών κινημάτων βάσης να αρπάξει σε κάποια γωνιά της γης την πολυπόθητη «εξουσία», που θα του επέτρεπε να κομπάζει για το εφικτό της φύσης του.

Αυτή η αλήθεια, ήτοι η αδυναμία διαμόρφωσης του αναρχισμού από φιλοσοφική δεξαμενή και θεωρητικό εργαλείο σε πολιτική «κυβερνησιμότητας», θεωρήθηκε από διάφορους καλοθελητές ως εγγενής αδυναμία του αναρχισμού. Η φράση «ο αναρχισμός είναι ουτοπία, δεν μπορεί να λειτουργήσει» έγινε ένα βολικό τοτέμ το οποίο, παρόλο που κατασκευάστηκε από τους μεγαλύτερους εχθρούς του ελευθεριακού πνεύματος, κατέληξε να αποτελεί αντικείμενο «σεβασμού» ακόμη και για μεγάλα κομμάτια των σύγχρονων ελευθεριακών.

Στους έξυπνους και «σαν έτοιμους από καιρό» επικριτές της αδυναμίας του αναρχισμού, δεν έγινε ποτέ κατανοητό ότι ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να καταστεί ολοποιητικό πρόγραμμα, στο μέτρο που το ευρύτερο λαϊκό απελευθερωτικό κίνημα είχε πολλάκις ηττηθεί, ακόμα και στον δυνατό του τομέα, εκείνο των αξιών. Εφόσον το απελευθερωτικό και χειραφετητικό κίνημα των καταπιεσμένων ηττήθηκε, δηλαδή απέτυχε να περιορίσει τη μάχη των οικουμενικών αξιών του ενάντια στους δηλωμένους του εχθρούς και μόνο, και εφόσον δεν κατανοήθηκε σε βάθος η έννοια του δικαίου από την πλευρά των από-τα-κάτω, ο αναρχισμός δεν θα μπορούσε να επικρατήσει πουθενά. Αυτό συνέβη διότι, σε αντίθεση με άλλα ρεύματα επαναστατικής σκέψης, ο αναρχισμός δε θα μπορούσε να λειτουργήσει σε επίπεδο «κυβερνητικό», αποκομμένος από μια κοινωνία που αγνοεί τις βάσεις και τις προεκτάσεις μιας φιλοσοφίας της απελευθέρωσης. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο αναρχισμός θα υπήρχε ως ιδεολογικός μανδύας –ένας μηχανισμός που θα κάλυπτε τις ανάγκες επιβίωσης μιας ακόμη γραφειοκρατικής και εξουσιαστικής κάστας αετονύχηδων.

Ο μόνος τρόπος να επικρατήσει ο αναρχισμός, είναι μέσω της βαθύτερης κατανόησης των αναγκών των κοινωνικών υποκειμένων από τα ίδια αλλά και του τρόπου πραγμάτωσής τους. Αυτός, πρέπει να γίνει το εποπτικό όργανο των κοινωνικών, απελευθερωτικών δομών των απλών ανθρώπων, εμπνέοντας την πολιτική τους διαδρομή, μέχρι την κατάργηση της διαχωρισμένης εξουσίας και της «ανεξαρτησίας» στην οικονομική σφαίρα. Μόνο μέσω μιας διαδικασίας ολικής απελευθέρωσης σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα της καθημερινής ζωής, μπορεί ο αναρχισμός να αναφανεί ως «πολιτικά ρεαλιστικός» και να διαμορφωθεί σε μια οικουμενική μανιέρα απόφασης, ξεριζώνοντας συνάμα την ίδια την έννοια της πολιτικής και, φυσικά, της «κυβερνησιμότητας».

Η, παρουσιαζόμενη ως, αδυναμία του αναρχισμού να «ασκήσει διοίκηση» ίσως είναι όντως «φυσική», εάν εννοήσουμε τον αναρχισμό ως κοιτίδα σκέψης της κοινωνίας που ασκείται στην ελευθερία και όχι ως κόλπο κάποιας νομενκλατούρας. Συν τοις άλλοις, αυτή η «αδυναμία» προστάτεψε τον αναρχισμό από το να βάψει τα χέρια του με το αίμα εκατομμυρίων ανθρώπων στη χοάνη γενοκτονίας της ανθρωπότητας που συστήθηκε ως 20ος αιώνας. Ο αναρχισμός, ως διαλεκτική χειραφέτησης μη αποκομμένη από το λαό, δε θα μπορούσε ποτέ να έχει το δικό του Νταχάου, Άουσβιτς, Τρεμπλίνκα, Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Σιβηρία, Κροστάνδη και πάει λέγοντας. Ωστόσο, μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό του στα χιλιάδες μέρη όπου ακόμη ριζώνει. Κυρίως, όμως, βρίσκεται μέσα στους ίδιους τους ανθρώπους που εξακολουθούν να τον επιθυμούν και να τον επικαλούνται, προκειμένου να διατηρήσουν την πιθανότητα εφαρμογής μιας χειραφετητικής και απελευθερωτικής δυνατότητας για την ανθρωπότητα.

Ο αναρχισμός είναι το ελευθεριακό πνεύμα και ο διάλογος που αναπτύσσει με την πραγματικότητα και τις δυσκολίες της σε κάθε ιστορική συγκυρία. Εννοείται ως συνείδηση του λαού, που μπορεί και πρέπει να εφευρεθεί εκ νέου μέσα στους αγώνες των φτωχών, ώστε να συγκροτήσει μια μορφή και μια δομή, προσδίνοντάς της ξανά ένα περιεχόμενο απελευθερωτικό.

Αυτή είναι, κυρίως, η μήτρα της σκέψης του ελευθεριακού κινήματος, την οποία θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ενισχύοντας το οπλοστάσιο της απελευθέρωσης. Εδώ, ίσως χρειαστεί να προβούμε σε ορισμένες διευθετήσεις. Το σύγχρονο, αναρχικό, κοινωνικό κίνημα δεν μπορεί να οριστεί εξ ολοκλήρου με βάση τις παλιές του ενδύσεις. Η πρώτη, αφορά στην οριστική αποχώρηση της δεύτερης δεξαμενής δράσης και σκέψης μιας τάσης του αναρχισμού, τον μηδενισμό. Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει «η σκοτεινή πλευρά της σελήνης» του αναρχισμού -πάντα υπήρχε- και σε αυτό το σημείο θα πρέπει να την ορίσουμε ως ολότελα ξένη προς τη δική μας. Η αντίληψη του κοινωνικού αναρχισμού συνοδοιπορεί με τη διαλεκτική του πάθους για την ατομική και την κοινωνική ελευθερία.

Δεν μπορούμε, λόγω χώρου, να υπεισέλθουμε στις δυναμικές συγκρούσεις που οριοθετούν τη σκέψη μας μακριά από το ρεύμα του μηδενισμού. Σε αυτό το σημείο, σημασία έχει η καταγραφή αυτής της πρώτης διαχωριστικής στάσης, έως ότου επανέλθουμε σε κάποιο επόμενο άρθρο.

Το επίθετο «κοινωνικός» μπροστά από τον «αναρχισμό», δυστυχώς σήμερα φαντάζει ως μια αναγκαία, διευκρινιστική επισήμανση. Όλες οι «κρίσιμες αντιλήψεις» επανακαθορίζονται για να αποφύγουν τα φαντάσματα των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν στο όνομά τους. Ο κομμουνισμός ψάχνει ξανά το ανθρώπινο πρόσωπό του, ως θεωρία της πανανθρώπινης ελευθερίας και ως διαδικασία υπέρβασης της αέναης αναμέτρησης των ανθρώπων με τη φτώχεια, τη δυστυχία και την εξάρτηση, στην οποία τους καταδικάζουν άλλοι άνθρωποι. Προκειμένου να πετύχει, θα πρέπει να σκοτώσει τα φαντάσματα των δικών του δήμιων, τους γενικούς του γραμματείς και τα κονκλάβιά του. Τότε μόνο θα μπορεί να ελπίζει να γίνει αυτό που προοριζόταν κι όχι αυτό στο οποίο κατέληξε.

Ακόμα και η αστική δημοκρατία, παρόλο που αποπνέει τον αέρα της νίκης, αισθάνεται την ανάγκη για επαναπροσδιορισμούς. Αφενός, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι αθώα για το αίμα των τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων που χύθηκε στη γη, προκειμένου να επιτραπεί στο δυτικό όνειρο να κομπάζει. Αφετέρου, οι πολιτικές των ελίτ την οδηγούν σε μια τέτοια ολοκληρωτική εκδοχή της, που θα πρέπει από τώρα να δικαιολογηθεί. Η αποκατάσταση του ναζισμού, του οποίου το όνομα ασφαλώς δεν ομολογεί, θα αποτελέσει το διαλεκτικό της συμπλήρωμα, μιας και η χρησιμότητά του για τον καπιταλισμό υφίσταται άπαξ.

Τουλάχιστον, ο κοινωνικός αναρχισμός δεν προσδιορίζεται εκ νέου για να βουτήξει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, ώστε να αποκαθαρθεί από τα μαζικά εγκλήματα που διέπραξε. Επαναπροσδιορίζεται για να είναι υπεύθυνος μονάχα για τις πράξεις που αντιστοιχούν στο φιλοσοφικό του ειρμό, τον ελευθεριακό του προσανατολισμό και το ανθρώπινο της φύσης του, καθώς απεχθάνεται τα κλειστά σχήματα, τους ολοκληρωτικούς αφορισμούς και τις συναινετικές αγιοποιήσεις.

Η δεξαμενή, λοιπόν, του κοινωνικού αναρχισμού, εμπεριέχει τόσο τον αναρχοκομμουνιστικό τρόπο θέασης όσο και τον αναρχοσυνδικαλιστικό. Εφόσον υπερβούμε τα όρια που καλύπτονται απ’ τους μαυροκόκκινους χρωματισμούς, θα αναγνωρίσουμε πτυχές της ελευθεριακής σκέψης στα εργατικά συμβούλια, στη θλιμμένη θυσία των Σπαρτακιστών, σε διάφορα επαναστατικά κινήματα σε όλη τη γη˙ κυρίως στους Ζαπατίστας, στους αυτόνομους της Ιταλίας και της Γερμανίας, στην πολιτική σκέψη που επηρεάστηκε από τη θεματολογία του Γαλλικού Μάη αλλά και στον ίδιο τον Μαρξ (του οποίου η συνεισφορά στην απελευθερωτική κατεύθυνση της ανθρωπότητας δεν μπορεί να αποσιωπηθεί στο όνομα ενός αντι-δημιουργικού ανταγωνισμού). Ειδικά για τον Μαρξ, θα πρέπει να επανέλθουμε με μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στις τομές και τις συνέχειες που μοιράζεται το έργο του με το αναρχικό κίνημα. Σύμμαχό μας σε αυτή την προσπάθεια, μπορούμε να έχουμε τις θετικές πρωτοβουλίες διαφόρων ομάδων, οι οποίες προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να ανοίξουν ρωγμές στο τοίχος της ιδεοληπτικής ανάγνωσης των ιδεών και της ιστορίας τους. Συγχρόνως, προκειμένου να προσεγγίσουμε ξανά το σύνολο της επαναστατικής σκέψης, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε κριτικά τις παρεκβάσεις των επαναστατικών ρευμάτων. Ως προς τον Μαρξ και το έργο του, η υπέρβαση, για παράδειγμα, του λενινισμού, ως γέφυρα επικοινωνίας με τη μαρξική σκέψη, μάλλον θα βοηθούσε τη διαδικασία επαναφοράς μιας καλοακονισμένης, επαναστατικής αιχμής στο οπλοστάσιο της ριζοσπαστικής σκέψης.

Ο συγκερασμός των ποιοτικών στοιχείων σκέψης αυτών των ρευμάτων, πρέπει σήμερα να θεωρηθεί απαραίτητος για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού δυναμικού της επαναστατικής διεκδίκησης. Πρέπει να αποσαφηνιστεί το κοινό νήμα που μπορεί να ενώσει τις επί μέρους λογικές, κατονομάζοντας τα εποπτικά όργανα αυτής της διαδικασίας, έτσι ώστε να στοχεύουμε, πράγματι, σε μια επιτυχημένη γονιμοποίηση σκέψεων κι όχι σε ένα ξιπασμένο παζάρι ιδεών. Ένα χρήσιμο, «σταθερό σημείο αναφοράς» για εμάς, θα πρέπει να είναι το ελευθεριακό πνεύμα που σχηματοποιείται σε πολιτική και φιλοσοφική βάση, εκκινώντας από την αναρχική κριτική στην πολιτική δομή του μαρξικού οράματος. Η εν λόγω κριτική, μετατρέπει τις έννοιες «άμεση δημοκρατία», «αυτοδιεύθυνση» και «αντί- ιεραρχία» από απλούς «διαλεκτικούς διαξιφισμούς», όπως θα τους ήθελε ο Ένγκελς, σε ποιότητες που ξεκλειδώνουν τα μεγάλα «γιατί» της διαχωρισμένης εξουσίας, πριν καν αυτή πάρει τη θέση της στο ιστορικό προσκήνιο ως το τέρας της «επαναστατικής» γραφειοκρατίας. Επίσης, σταθερό σημείο και εργαλείο σκέψης, ανάλυσης και πράξης πρέπει να θεωρείται αναπόδραστα, η ίδια η κοινωνική ανάγκη. Όλες οι άλλες πυξίδες δείχνουν την ιδεολογία ως στρεβλή πραγματικότητα, ως εξαναγκασμένη υπηρέτρια ωφελιμιστικών εξορμήσεων. Η ρήση «ό,τι είναι καλό για εμάς, είναι καλό και για τους φτωχούς», πρέπει να ανατραπεί και να παραμείνει οριστικά, ως οφείλει να είναι: «Ό,τι είναι καλό για τους φτωχούς, είναι καλό και για εμάς».

Τέλος, μέσω μιας τελευταίας αντιστροφής, θίγουμε την πολιτική συγκρότηση και αναφερόμαστε στις πλέον κλασικές απολήξεις του αναρχικού κινήματος. Πρόκειται για την αντιστροφή της ρήσης «δημιουργούμε καταστρέφοντας», προβάλλοντας ξανά την πιο μεστή εξύψωση της κοινωνικής αναρχικής αισθητικής, που προκύπτει από τη διαλεκτική της άρνησης ως καταφατικής θέσης και αποτυπώνεται στην απόφαση: «καταστρέφουμε δημιουργώντας».

Μέσω αυτών των προσλήψεων θέασης της κοινωνίας μπορούμε να ανασυγκροτήσουμε τον αναρχισμό ως καθημερινή διαλεκτική της ζωής, ως διακύβευμα και μαγιά ζύμωσης της επανάστασης με την πραγματικότητα.

Ορίζοντας τους εκμεταλλευόμενους από το κράτος και το κεφάλαιο ως υποκείμενα δράσης, δοκιμάζουμε να ισορροπήσουμε την ώσμωση του χρήσιμου παρελθόντος με την κρισιμότητα του σύγχρονου παρόντος, σε μια αλληλουχία διαμόρφωσης ενός άλλου μέλλοντος.

Μια πολιτική

Το ως άνω πλαίσιο σκέψης θα αποτελέσει μια απλή, θεωρητική συμβολή σε έναν αόριστο διάλογο, εφόσον δεν μπορέσει να αποκρυσταλλωθεί ως πολιτική δυναμική˙ ήτοι, ως κουλτούρα διαμόρφωσης νέων συνόλων, που φέρουν μια νέα, ενιαία αντίληψη και έχουν καλλιεργηθεί με τα υλικά της απελευθέρωσης στο γόνιμο έδαφος των κοινωνικών πειραματισμών.

Πιο συγκεκριμένα, εάν υπάρχουν σήμερα κάποιες κοινωνικές δυναμικές, οι οποίες υπερβαίνουν, κατά πολύ, σε όγκο την ίδια την αναρχική θεώρηση, μολονότι έχουν οργανική σχέση με τη φιλοσοφία της, αυτές συνίστανται στην αυτοοργάνωση των μαζών και την αυτοδιαχείρισή τους, καθώς επίσης και στην άρνηση, ως έμπρακτη αμφισβήτηση του υπάρχοντος. Θα πρέπει, λοιπόν, να ονομάσουμε αυτές τις διαδικασίες ως δυναμικές του κοινωνικού αναρχισμού˙ το έδαφος πάνω στο οποίο μπορεί ανθίσει η λογική της ριζοσπαστικής σκέψης και της επαναστατικής δράσης. Ακόμα κι αν δεν υπήρχαν κάποια ρεύματα σκέψης, όπως ο αναρχισμός, τα οποία έχουν βασίσει την συγκρότησή τους σε αυτές τις διαδικασίες, είναι πιθανό να εμφανίζονταν και πάλι οι έννοιες της αυτοοργάνωσης και της αυτοδιαχείρισης. Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η δυναμική τους. Ωστόσο, εντός της καπιταλιστικής σχέσης, η ταξική διάρθρωση, η βία του κράτους, η καταστολή, τα διαχωρισμένα συμφερόντα, η ανεργία και η φτώχεια δεν αφήνουν περιθώριο για να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν με τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς.

Κατανοώντας την κοινωνική παρέμβαση ως το πρωταρχικό πεδίο συμμετοχής των ιδεών μας στο δημόσιο χώρο, πρέπει να προσπαθήσουμε να συγκροτήσουμε αυτή τη δυναμική και πολιτικά. Το πρώτο βήμα σε αυτό τον πόλεμο θέσεων ενάντια στον καπιταλισμό και την εξουσία, οφείλει να είναι η υπεράσπιση των δομών αυτοοργάνωσης και αυτοδιαχείρισης, με απώτερο στόχο τη συνειδητοποίηση της διαλεκτικής τους σχέσης με την κοινωνία. Οι τελευταίες, ως ενιαία θέση κοινωνικής ριζοσπαστικότητας υπό τη θέαση της γενικευμένης Αυτοδιεύθυνσης, αποτελούν το σχήμα που θα πρέπει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου το σημερινό σύστημα εξουσίας, ανατρέποντάς το. Θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας μια επανάσταση με όρους που αφορούν στους απλούς ανθρώπους, μια επανάσταση με όρους πλειοψηφίας. Άλλωστε, ένα κλειστό σχήμα που αφορά λίγους δεν πρόκειται να προκύψει, κι αν αυτό συμβεί θα έχει αμφίβολα αποτελέσματα.

Δεν μπορούμε σε καμιά περίπτωση να μην αντιλαμβανόμαστε, υποπίπτοντας σε άσκοπους παρωπιδισμούς, ότι η μάχη που καλούμαστε να δώσουμε είναι πολυεπίπεδη και ότι οφείλουμε να ανταποκριθούμε σε όλα της τα επίπεδα. Μέσω μιας διαδικασίας σύγκρουσης με το υπάρχον, θα πρέπει να τοποθετούμε διαρκώς και προσεκτικά έννοιες, σχήματα, πολιτικά και φιλοσοφικά εργαλεία, ακόμη και την ίδια την ιστορία, σε ορισμένες βάσεις, επεξηγηματικές της αντίληψή μας. Πρέπει να επαναδιαπραγματευτούμε σημαντικά θέματα, όπως το τι σημαίνει σήμερα για εμάς η ταξική πάλη ανάμεσα στη νομοτέλεια των de facto επαναστατικών υποκειμένων και τη φενάκη του σχετικισμού του μετα-χυλού˙ τι σημαίνει εξουσία ενώπιον της κτηνώδους βίας και του αποκλεισμού που βιώνουμε και την αντίληψη που δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη απόφασης, αρνούμενη ουσιαστικά την ίδια την επανάσταση; Τι είναι ο αντικαπιταλισμός για τη στείρα, αριστερή κριτική που δεν ακουμπά τον πυρήνα της εξουσίας και τι για τις «αντιαυταρχικές» πολιτικές που θίγουν τα πάντα εκτός από τον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Ποια είναι η σύγχρονη θέαση της σχέσης με τη φύση, όταν η τεχνολογία στρέφεται ενάντια στην ίδια τη ζωή προς όφελος της «προόδου» και ο παράδοξος νεο-βιταλισμός δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές συνθήκες και τη μήτρα της ταξικής ανισότητας;

Είναι, επίσης, σημαντικό να επανακαθορίσουμε τον συνδικαλισμό ως εργαλείο καθημερινής, επαναστατικής τριβής˙ τη δυναμική του αντιφασισμού, διαμέσου της σύγκρουσης με τις εφεδρείες, ως γενική πρόβα ρήξης των καταπιεσμένων με το τέρας της εξουσίας του κράτους και του κεφαλαίου, και όχι ως αποσπασματική θεματική˙ τις δυναμικές της εξουσίας, διαμέσου των εκλογών, της «αριστερής διακυβέρνησης»˙ τον πολιτικό «ρεαλισμό» που οδηγεί είτε στο ρεφορμισμό είτε στο φασισμό˙ τέλος, την τελική αντιμετώπιση όλων των πτυχών της ενσωμάτωσης και της καταστολής στο δρόμο. Τα θέματα αυτά πρέπει να διερευνηθούν, προκειμένου να συγκροτηθεί μια αυτοτελής, δυναμική πτέρυγα της κοινωνικής, αναρχικής ριζοσπαστικής σκέψης.

Ήδη, το κίνημα με τη δυναμική που έχει αναπτύξει το ένστικτο της αντίστασης στην εξουσιαστική βαρβαρότητα, έχει αναδείξει το πού μπορεί να βασιστεί μια ομπρέλα κοινής επαναστατικής συμπόρευσης. Ποια θα είναι, λοιπόν, τα υγιή κύτταρα που μπορούν να αποτελέσουν τις ομάδες βάσης, οι οποίες θα καλύπτουν τις κοινωνικές ανάγκες και θα τροφοδοτούν την πολιτική σκέψη της επανάστασης, μέσω του διαρκούς πολέμου θέσεων με το καπιταλιστικό τέρας μέχρι την οριστική του ανατροπή;

Τα νέα σωματεία βάσης με τα αμεσοδημοκρατικά, ταξικά και μαχητικά χαρακτηριστικά τους, καθώς επίσης και ο αναγκαίος συντονισμός τους, πραγματώνουν τον επανακαθορισμό του συνδικαλισμού στη βάση της ρήξης -και όχι της συναίνεσης και της ενσωμάτωσης-, δημιουργώντας νέα, καθημερινά σημεία τριβής με την καπιταλιστική εξουσία. Τα κοινωνικά ιατρεία αλληλεγγύης και η αναβίωση των αστικών και αγροτικών συνεταιρισμών σε μια καινούργια βάση οριζόντιας δόμησης και ανεξάρτητης λειτουργίας ως προς τον πυρήνα του κράτους. Τα εργατικά, αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα με τα προωθημένα πλαίσια. Όλα, αποτελούν τις δομές που δείχνουν πώς και με τι μπορούν να αντικατασταθούν οι υπάρχουσες δομές σήμερα, το πνεύμα που θα τις διέπει και τον τρόπο λειτουργίας τους. Τούτες, θα καλύπτουν ανάγκες, θα επανακαθορίζουν τις αξίες και τη λογική, δίνοντας μια διαρκή μάχη με το υπάρχον στο πλευρό του ευρύτερου ριζοσπαστικού κινήματος.

Το αίτημα και η δράση για την εργατική αυτοδιαχείριση και την κατάληψη των παραγωγικών δομών ανατρέπει τη φύση των αιτιάσεων της εργατικής τάξης, μετατρέποντας το χυδαίο παζάρεμα, που διψάει για καθοδήγηση των εργατοπατέρων, σε ζωντανή μάχη που χρειάζεται αλληλέγγυους συντρόφους και αγωνιστές.

Μέρα τη μέρα, οι δεκάδες συνελεύσεις γειτονιών αλλάζουν τον τρόπο λειτουργίας και σκέψης των από-τα-κάτω, παρέχοντας την πρώτη, βασική δομή συγκρότησης του κοινωνικού ιστού και αποτελώντας τον πρώτο φραγμό αυτοάμυνας απέναντι στην εξουσιαστική ασυδοσία, που καθημερινά παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Συγχρόνως, μετατρέπουν τις ανούσιες, φιλολογικές συζητήσεις περί εφαρμογής ή μη της άμεσης δημοκρατίας σε ζωντανό παράδειγμα παραγωγής πολιτικής διαδικασίας, εντός ενός πλαισίου σχέσης που ευθύνεται για το φορτίο της απόφασης κι όχι απλά της αναζήτησης.

Οι λαϊκές πολιτοφυλακές που συγκροτούνται ταχύτατα από τα πιο προωθημένα κομμάτια του ριζοσπαστικού, επαναστατικού και αναρχικού κινήματος, κυρίως στις μητροπόλεις, θα πρέπει να ενσωματώσουν χιλιάδες οργανωμένα μέλη σε όλες τις περιφέρειες της χώρας ευθύς αμέσως. Λόγω της απειλής που απορρέει από τη συγκροτημένη και οργανωμένη δράση τους, αποτελούν για το καθεστώς ίσως το πιο δύσκολο εγχείρημα και, ως εκ τούτου, το πιο αναγκαίο και ελπιδοφόρο. Η συγκρότησή τους αναβαθμίζει τον αντιφασιστικό αγώνα και συνάμα τον αντικαθεστωτικό, για τον οποίο πρέπει να προετοιμαστεί το σύνολο των καταπιεσμένων. Οι λαϊκές πολιτοφυλακές διασπούν τον πυρήνα της έννοιας και της πρακτικής της ανάθεσης στους άλλους, είτε πρόκειται για την αστυνομία είτε για την κυβέρνηση, ή ακόμα για τις ναζιστικές συμμορίες και την εκκολαπτόμενη, «καλή κυβέρνηση». Αυτές, αποτελούν την αναβίωση των πιο ένδοξων στιγμών και κληροδοτημάτων του οργανωμένου, κοινωνικού, αναρχικού κινήματος.

Η συσπείρωση όλων αυτών των δομών, των διαδικασιών και λειτουργιών σε ένα κοινό συντονισμό, θα αναιρούσε αυτόματα την αδυναμία του ριζοσπαστικού κινήματος βάσης να εκφράσει την πολιτική του συγκρότηση. Την ίδια στιγμή, θα προχωρούσε το περιεχόμενο και τη σκέψη της επανάστασης, ως κοινωνική καθημερινή διαδικασία, ένα βήμα παραπέρα, διαμορφώνοντας όρους και δομές που μπορούν να διεκδικήσουν την δυαδική δυνατότητα απόφασης, στο πλαίσιο σύγκρουσης της εξουσίας με τις δυνάμεις της αντι-εξουσίας.

Απαραίτητα σημεία αναφοράς πρέπει να παραμείνουν η οργάνωση της κοινωνικής δυναμικής από τα κάτω αλλά και ενάντια, καθώς και η συγκρότηση ενός πολιτικού προγράμματος. Το τελευταίο, θα αποτελέσει την αποκωδικοποίηση του καταστατικού χάρτη των σύγχρονων, κοινωνικών αναγκών των φτωχών και καταπιεσμένων, κατανοώντας την πολιτική ως την τέχνη του εφικτού και την επανάσταση ως την εφικτή, καθημερινή πράξη ενασχόλησης και πάλης.

Ο κοινωνικός αναρχισμός, θα πρέπει να μεταφέρει την εμπειρία της οργάνωσης του κοινωνικού πεδίου μέσα στις διαδικασίες και τη νοοτροπία του «χώρου», αντικαθιστώντας το διάχυτο δίκτυο ατομικοτήτων και διάσπαρτων ομαδοποιήσεων που τον συγκροτούν, με μια ενιαία, ειδική, πολιτική οργάνωση υπό τη μορφή της Συνομοσπονδίας.

Ωστόσο, προκειμένου να μην αναπαραχθούν αντικοινωνικά ή ελιτίστικα σχήματα εντός μιας προωθημένης μορφής οργάνωσης, γεγονός που εάν συμβεί θα πλήξει καίρια την αξιοπιστία της οργάνωσης και του κινήματος που εκπροσωπεί, θα πρέπει οι κοινωνικοί αναρχικοί να εμφορούνται από βαθιά ελευθεριακή κουλτούρα. Τούτη, θα επιτρέπει στο κίνημα και τους ανθρώπους του να αντιλαμβάνονται τις διαφορετικές ταχύτητες συνείδησης των καταπιεσμένων, καθώς επίσης και τη σταθερή κατεύθυνση προς όλα τα διαφορετικά και κρίσιμα πεδία κοινωνικής παρέμβασης. Τέλος, οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες πρέπει να συγκλίνουν, όχι όμως στη βάση του προηγούμενου υλικού που, καθώς αντιστοιχούσε σε πιο «προσωπικές» δομές συλλογικής ζωής και αγώνα, κατέληγε ιδεοληπτικό. Διερευνώντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις, όχι με ύφος και ήθος πολεμικό, αλλά στο πλαίσιο της ανεκτικότητας του διαφορετικού που δημιουργεί η ανάγκη της μεγαλύτερης απεύθυνσης -όπως άλλωστε αναδεικνύει η κληρονομιά της ελευθεριακής παιδείας και κατά την προσπάθεια να τίθενται οι διαχωρισμοί σε πολιτική και κοινωνική βάση- θα πρέπει η προσεκτική συγκρότηση των ιδεολογικών αναφορών, των τρόπων πάλης και των εργαλείων ανάλυσης να ερείδεται στον κοινωνικό περίγυρο, λαμβάνοντας σταθερά υπ’ όψιν της την κρισιμότητα της οργανωμένης δράσης, της ταξικής αντιπαράθεσης και της κοινωνικής ανάγκης. Μόνο έτσι μπορεί να στοχεύει σταθερά στην ολική ανατροπή με επαναστατικό τρόπο.

Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι ένα σταθερό πλαίσιο διαλόγου μεταξύ των ομάδων που εμφορούνται από το φιλοσοφικό και πολιτικό-ιδεολογικό πρόταγμα του Κοινωνικού Αναρχισμού, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται στον ελλαδικό χώρο. Ο συντονισμός και η προκήρυξη του πανελλαδικού συνεδρίου μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα στόχο εφικτό, που αναδιαμορφώνει και αναβαθμίζει το αναρχικό, κοινωνικό, επαναστατικό κίνημα.

[1] Για μια βαθύτερη προσέγγιση των συνθηκών διαμόρφωσης της ολοκληρωτικής καπιταλιστικής διαχείρισης βλέπε, Φώτης Τερζάκης, Κρίση και ιδεολογίες στην αυγή του 21ου αιώνα, εκδ. Futura.

Αναδημοσίευση από: http://anthostoukakou.blogspot.com

Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου: Για τον Παύλο Φύσσα

new 4
Του Θωμά Τσαλαπάτη

 

Αφήστε με! Η ζωή με χτύπησε τώρα
σε όλο μου τον θάνατο.»

«Cesar Vallejo, Ανακάλυψη της ζωής»

Είναι η ζωή γυμνή σε όλο της τον θάνατο, είναι η πληγή ανοιχτή μπροστά σε όλες τις πληγές. Τα άρθρα που γράφονται σε σχέση ή με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα πρέπει να γράφονται με ντροπή, με ντροπή και αγανάκτηση απέναντι κυρίως στους εαυτούς μας, απέναντι σε όλους εμάς που επιτρέψαμε μια τέτοια κοινωνία, που δεν εξαντλήσαμε ακόμα και την ελάχιστη δύναμη ώστε να είναι τα πράγματα αλλιώς. Σε όσους αργοπορήσαμε, σε όσους αντιμετωπίσαμε τους 400.000 ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής ως περίπου άτυχους φορείς μιας κοινωνικής ασθένειας, σε όσους θέσαμε Μπάμπηδες και Πορτοσάλτες κριτές των λεγόμενων και των γραπτών μας. Στην Ελλάδα των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης, στην Ελλάδα όπου πολιτικοί παρομοιάζουν ανθρώπους με σκουπίδια (Μ. Χρυσοχοΐδης) ή ποινικοποιούν και διαπομπεύουν άρρωστες γυναίκες (Α. Λοβέρδος) και ταυτόχρονα συζητούν για την ανασύσταση του μεσαίου χώρου, στην Ελλάδα όπου τα βασανιστήρια όχι μόνο συμβαίνουν αλλά ταυτόχρονα διατρανώνουν το θεσμοποιημένο εαυτό τους από οθόνη σε οθόνη, στη χώρα αυτή οι μαχαιριές στον δρόμο χτυπάνε κατευθείαν στην καρδιά, σκοτώνουν επαγγελματικά, διεκπεραιωτικά και εξασκημένα, με ένα μόνο χτύπημα βγαλμένο από την πιο βαθιά μας νύχτα.
Οι μέρες της κρίσης συμβαίνουν σαν να μην αντιλαμβανόμαστε τις αλλαγές που φέρνουν. Εθισμένοι στους παλαιότερους τρόπους του χρόνου, δεν αντιλαμβανόμαστε τη βίαιη ροή των γεγονότων, την ακολουθία της απώλειας, τις σαρωτικές αλλαγές στην κάθε μέρα. Η εν ψυχρώ δολοφονία του Παύλου Φύσσα, αποτελεί τη βίαιη συμπύκνωση όσων συνέβησαν στο πρόσφατο παρελθόν μας, των αλλαγών που σχεδόν δεν αντιληφθήκαμε, των όσων εμείς επιτρέψαμε να συμβούν. Της κλιμάκωσης της ρατσιστικής και ναζιστικής βίας, του φόβου ως μόνιμο καύσιμο της πραγματικότητας, των ακροδεξιών πολιτικών και πρακτικών ως κυβερνητικών λύσεων στα πιο σκληρά ζητήματα. Σε κάθε απόφαση, σε κάθε εφαρμογή το ξάφνιασμα κατέληξε στην αποδοχή ή έστω σε μια διαμαρτυρία περιορισμένη και αμήχανη. Οι μαχαιριές του Γιώργου Ρουπακιά τραυμάτισαν μαζί με τις αυταπάτες μας, την ηττοπαθή αισιοδοξία μας, τη στάση αναμονής απέναντι σε έναν κόσμο που περιμένουμε να αλλάξει από μόνος του.

Κάτω από ένα νέο φως

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα τοποθετεί το σύνολο των πραγμάτων κάτω από ένα νέο φως, προσδιορίζοντάς τα και πάλι από την αρχή. Αποκαλύπτει το πρόσωπο της Χρυσή Αυγής (ένα πρόσωπο που η ίδια ποτέ δεν έκρυψε), εξαντλεί όλα τα «δεν ήξερα» των αποπλανημένων ψηφοφόρων οπαδών. Ξεγυμνώνει τη διαχείριση του ναζιστικού φαινομένου από δημοσιογράφους που έκαναν λόγο για μια «σοβαρή Χρυσή Αυγή» ή την ευχαριστούσαν περιγράφοντάς την παρουσία της ως μια «ευκαιρία για την δημοκρατία».
Η θεωρία των δύο άκρων τώρα πια ακούγεται πιο γελοία, κακόηχη και επικίνδυνη από ποτέ. Ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ο οποίος βιάστηκε να αποκομίσει πολιτικό όφελος την επόμενη μέρα εξισώνοντας τη δολοφονία με την στάση της Ζωής Κωνσταντοπούλου στο κοινοβούλιο, έμοιαζε στην πραγματικότητα με απολογητή των χρυσαυγίτικων πρακτικών. Η μετέπειτα δήλωσή του  ότι «τη Χρυσή Αυγή τη γέννησε μια κοινωνία κρίσης με 1,5 εκατ. ανέργους», δείχνει τη φτώχεια της επιχειρηματολογίας του: χρησιμοποιεί ως επεξήγηση και άλλοθι τα αποτελέσματα μιας πολιτικής για την οποία είναι συνυπεύθυνος. Με παρόμοιο τρόπο αντέδρασαν και πολλοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι.

Λάθη, παθογένειες και ελλείψεις

Το γεγονός ό, τι ένα ακραία βίαιο περιστατικό σε κάποια γειτονιά του Πειραιά, φτάνει να γίνεται πρώτο θέμα στα χείλη ξένων πολιτικών, στα εξώφυλλα των ευρωπαϊκών εφημερίδων και στα συνθήματα του κάθε ευρωπαίου διαδηλωτή, αποδεικνύει το πόσο στενά δεμένοι είναι οι κρίκοι στην αλυσίδα της κρίσης: η συγκεκριμένη πολιτική με τη φτώχεια, την εξαθλίωση και τον εκφασισμό των κοινωνιών. Ίσως, λοιπόν, σε μια αισιόδοξη αντιστροφή ή λύση όλων αυτών των προβλημάτων να μπορεί να ακολουθήσει μια όμοια κατεύθυνση με αντίστροφή φορά.
Όμως, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποκαλύπτει ταυτόχρονα λάθη, παθογένειες και ελλείψεις της αριστεράς και του κινήματος, όχι μόνο σε σχέση με πρωτοβουλίες και κινήσεις που δεν έγιναν στο παρελθόν, αλλά και σε σχέση με τα αντανακλαστικά του παρόντος. Η πορεία στο Κερατσίνι, με το μέγεθος και τον παλμό της απέδειξε σε μεγάλο βαθμό το φορτίο ευαισθητοποίησης και αλληλεγγύης που δεν έχει ακόμα σπαταληθεί. Ο κόσμος έδειξε έμπρακτα την οργή και το θρήνο του, δήλωσε πως ο Παύλος Φύσσας είναι ένας από εμάς, απαίτησε οι δολοφονίες να μην έχουν θέση στους δρόμους της κοινωνίας μας. Δεν θα έπρεπε όμως όλο αυτό το πολιτικό μέγεθος να δηλωθεί και απέναντι στους θύτες του περιστατικού; Δεν θα έπρεπε –την επόμενη έστω μέρα- να υπάρχει κάλεσμα για αντιφασιστική συγκέντρωση έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής;
Πρέπει να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε την Χρυσή Αυγή σαν ένα κόμμα του 0,5 %. Το εκλογικό της μέγεθος δεν την ορίζει απλά ως κομμάτι του παρακράτους, αλλά σαν πολιτική έκφραση του παρακράτους, φέρνοντας στη σφαίρα του πολιτικού όλα του τα στοιχεία: την άμεση βία, την ποινικοποίηση της οποιαδήποτε διαφοράς, το άμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απειλή μόνο για την αριστερά και την δημοκρατία, είναι απειλή για ό,τι συγκροτεί μια κοινωνία.
Μέσα από το τραύμα του δολοφονημένου Παύλου Φύσσα βγαίνει για όλους μας το πιο αμείλικτο φως και μέσα σε αυτό όλα τα συμπεράσματα γυμνά. Όσο δεινά και αν είναι όσα αποκαλύπτει, όσο δεινή και αν είναι η θέση μας μέσα σε αυτά, η παραδοχή της αλήθειας είναι η αρχή του θάρρους, ο σπόρος της ανατροπής:

«Δεν τρέμουν πια τα χέρια μου
Κι αυτό να σας τρομάζει»*

*στίχος του ποιητή Γιάννη Στίγκα

(στην εφημερίδα Εποχή)

Εισβολή μπάτσων στο κτίριο της Περιφέρειας Ευβοίας

Σήμερα το πρωί στις 5:00, με αυταρχισμό και επίδειξη δύναμης, οι μπάτσοι (4 διμοιρίες ΜΑΤ) εισέβαλαν στο κατειλημμένο από απεργούς κτίριο της Περιφέρειας Χαλκίδας. Συνελήφθησαν 13 άτομα που βρίσκονταν στο κτίριο  και κατόπιν αφέθηκαν ελεύθεροι αφού ορίστηκε τακτική δικάσιμη.

Να υπενθυμίσουμε ότι το κτίριο βρίσκεται εδώ και 5 περίπου εβδομάδες υπό κατάληψη από τους απεργούς 5 μεγάλων εργοστασίων της περιοχής (ΣΕΛΜΑΝ, Τσιμέντα Χαλκίδας,Ιντερκεμ,ΝΕΟΣΕΤ, πρώην Σωληνουργία Τσαούσογλου).

«Μη συστημικός φασισμός», ή παίζοντας με τις λέξεις

xrysh-aygh-skitso-1
του Φώτη Τερζάκη
Ποια θα μπορούσε να ήταν η αντίδραση του κινηματικού κόσμου αν το πρωί της 28ης Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση, κάνοντας μιαν απότομη και απροσδόκητη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, δεν αποφάσιζε να πλήξει μετωπικά τον μέχρι προ ολίγου ανομολόγητο σύμμαχό της, τη Χρυσή Αυγή;  Ένα λυντσάρισμα του δολοφόνου τού Παύλου Φύσσα που πιθανώς θα πολλαπλασίαζε τον αριθμό των νεκρών; Δημιουργία αντίστοιχα οπλισμένων ομάδων περιφρούρησης, από Έλληνες και μετανάστες, που θα περιπολούσαν στις λαϊκές συνοικίες τσακίζοντας και ταπεινώνοντας όπου έβρισκαν ευκαιρία τις νεοναζιστικές συμμορίες; Εμπρησμοί και ανατινάξεις των γραφείων της Χρυσής Αυγής σε όλη τη χώρα ή μήπως σχεδιασμένη εκτέλεση, τύπου «17 Νοέμβρη», κάποιων ηγετικών στελεχών της; Βρισκόμαστε πράγματι στα πρόθυρα ενός χαμηλής εντάσεως εμφυλίου πολέμου, και η επίσημη δίωξη της Χρυσής Αυγής ήταν ένα βήμα που ––προσωρινά–– τον απέτρεψε. Από αυτή την άποψη ασφαλώς και υποδεχθήκαμε με ανακούφιση το γεγονός. Τα αίτια και ο τρόπος εφαρμογής της κυβερνητικής απόφασης δεν είναι βεβαίως καθόλου αδιάφορα, αλλά είναι κάτι που θα κριθεί εν συνεχεία. Η εγκληματική αποτελεσματικότητα της Χρυσής Αυγής δεν οφειλόταν ούτε στην κίβδηλη γενναιότητα των θρασύδειλων μπράβων της ούτε σε καμιά οργανωτική ανωτερότητα των ταγμάτων εφόδου της, και ακόμα λιγότερο βέβαια στην ηθική δύναμη της εκλογής τους, αλλά σε έναν και μόνο παράγοντα: τη βεβαιότητα του ακαταδίωκτου. Τη σιγουριά δηλαδή ότι δρουν στη σκιά ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού που επιβραβεύει σιωπηρώς τις πράξεις τους, ότι έχουν την αμέριστη συμμαχία των δυνάμεων καταστολής με τις οποίες αισθάνονταν ––και ήταν–– συγκοινωνούντα δοχεία, κοντολογίς, ότι ταυτίζονται με μιαν ανεξάντλητη πηγή ισχύος που συνιστά βασική δύναμη σαδομαζοχιστικής έλξης για το είδος των ψυχοπαθητικών προσωπικοτήτων που επανδρώνουν τέτοια μορφώματα. Σε αντίθεση με ό,τι πολλοί διατείνονται, μια επίσημη δίωξη όχι μόνο δεν «τσιμεντώνει» το αίσθημα στράτευσης τέτοιων υποκειμένων, αλλά και τους ευνουχίζει αμετάκλητα στερώντας τους το μοναδικό σχεδόν έρεισμα ––φαντασιακής όσο και πραγματικής–– ισχύος.Είναι αβυθομέτρητη γελοιότητα βέβαια η προσπάθεια που έκαναν, και κάνουν, ολιγόνοες σχολιαστές και μανδαρίνοι των ΜΜΕ ––οι ίδιοι που μέχρι χθες αναδείκνυαν σε αστέρες τις απεχθείς προσωπικότητες των νεοναζί, ή τους έδιναν το αποτελεσματικότερο άλλοθι μέσ’ από την κατάπτυστη ρητορική των «δύο άκρων»–– να παρουσιάσουν την κυβέρνηση ως υπέρμαχο της συνταγματικής νομιμότητας και της δημοκρατίας. Η δίωξη της Χρυσής Αυγής ήταν η ίδια ένα όργιο συνταγματικών και δικονομικών παραβιάσεων, που η θρασύτητά του κάνει ακόμα πιο προφανή τη συγγένεια ανάμεσα στη φρενιτιώδη βία των νεοναζί και τη θεσμική βία τού οργανωμένου κράτους – αυτού του συγκεκριμένου κράτους, που έχει την ατυχία να κυβερνιέται από μιαν ανεκδιήγητη κλίκα αδίστακτων τυχοδιωκτών. Ενώ θα μπορούσε να έχει ζητηθεί κανονικά η άρση της ασυλίας βουλευτών από την ίδια τη Βουλή, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα τεκμήρια εμπλοκής των κατηγορουμένων σε πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου, προτιμήθηκε μια ωμή αστυνομική επιχείρηση που θυμίζει δικτατορικά καθεστώτα, δημιουργώντας ένα προηγούμενο το οποίο μπορεί οποιαδήποτε στιγμή στο εξής να χρησιμοποιηθεί και εναντίον άλλων εκλεγμένων εκπροσώπων· πράγμα που γίνεται ακόμη πιο πιθανό από τα καταχρηστικά νομικά εργαλεία που επιστρατεύτηκαν ––όπως κατ’ εξοχήν ο νόμος περί συστάσεως συμμορίας–– τα οποία έχουν φτιαχτεί, και χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά μέχρι τώρα, για την καταστολή των διεκδικητικών λαϊκών κινητοποιήσεων και των πιο απείθαρχων κομματιών της αριστεράς. Τα δε νομικά εργαλεία που ετοιμάζονται προχωρούν ακόμη μακρύτερα σε αυτή την κατεύθυνση· η εξαγγελία του Ευάγγελου Βενιζέλου (στο Βήμα της 6/10) συνιστά την πιο κυνική παραδοχή ότι ο πραγματικός στόχος είναι η ελευθερία του λόγου:

«Η Δημοκρατία δεν μπορεί να χρηματοδοτεί τους αντιπάλους της, αυτούς που την υπονομεύουν. Αν όμως προκύψει απαλλαγή, η χρηματοδότηση θα καταβληθεί αναδρομικά. Επίσης είναι απόφασή μας να κατατεθεί το ταχύτερο δυνατόν το λεγόμενο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο που αφορά την προστασία της δημοκρατίας και της κοινωνικής ασφάλειας και ειρήνης αλλά αφορά κυρίως εγκλήματα λόγου. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια διάκριση. Το φρόνημα δεν ελέγχεται και δεν τιμωρείται, αλλά μορφές πολιτικού λόγου, μορφές πολιτικών συμβόλων που είναι αξιακά απαράδεκτες βεβαίως και μπορεί να ενεργοποιούν τον ποινικό νόμο. Για παράδειγμα, ο εγκωμιασμός του Ολοκαυτώματος ή η ρατσιστική προτροπή, η προτροπή στη βία είναι ποινικά αδικήματα. Είναι άλλο η ελευθερία του φρονήματος και άλλο ο ποινικά ανεξέλεγκτος λόγος» (υπογραμμίσεις δικές μου).

Ακόμα και η διακοπή της κοινοβουλευτικής χρηματοδότησης, με την γενικόλογο τρόπο που διατυπώνεται ––διακοπή χρηματοδότησης οιουδήποτε είναι κατηγορούμενος για οτιδήποτε είδουςποινικό αδίκημα–– είναι μια ύπουλη νομική παγίδα που καθιστά όμηρο της κυβερνητικής βούλησης, η οποία ελέγχει σκανδαλωδώς όπως έχει αποδειχθεί τη δικαστική εξουσία, τον οιονδήποτε αυτή κρίνει ανά πάσα στιγμή ως πολιτικό της αντίπαλο: η ολοκληρωτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος, στην κατεύθυνση που έχει αναγγελθεί από τις αλλεπάλληλες αντιτρομοκρατικές νομοθεσίες, είναι γεγονός!Το αποκορύφωμα του παραλογισμού είναι το κατηγορητήριο της «εσχάτης προδοσίας» που ετοιμάζεται, όπως φαίνεται, να ασκηθεί εναντίον της κλίκας Μιχαλολιάκου. Δύο πράγματα εδώ μπορεί να συμβαίνουν, και είναι και τα δύο επιβαρυντικά σε βαθμό κακουργήματος για την κυβέρνηση. Ας υποθέσουμε ότι η κατηγορία είναι στηρίξιμη, ότι υπάρχουν όντως κρυφά οπλοστάσια, οργανωμένα παραστρατιωτικά αποσπάσματα και επιτελικά σχέδια πραξικοπήματος – πράγμα που πρέπει βεβαίως να δειχθεί: είναι δυνατόν, σε αυτή την περίπτωση, να μην είχαν την παραμικρή γνώση οι μυστικές υπηρεσίες οι οποίες, όπως μας λένε, παρακολουθούσουν στενά επί χρόνια τα στελέχη της Χρυσής Αυγής, και πείθεται κανείς ότι όλ’ αυτά τα τρομακτικά στοιχεία για την εγκληματική δράση της οργάνωσης, που πολλά ήταν ήδη κοινό μυστικό και δεν έχουν πάψει να καταγγέλλονται τουλάχιστον τα τελευταία τρία χρόνια, ανέκυψαν μέσα σε ένα τριήμερο από την ημέρα της δίωξης και οι μόνοι που τα αγνοούσαν ήταν οι διωκτικές και δικαστικές αρχές; Αν είναι έτσι, το πρώτο που αποδεικνύεται είναι ότι η κυβέρνηση γνώριζε, και συγκάλυπτε εγκληματικά, την επικίνδυνη αντιδημοκρατική δράση της οργάνωσης ελπίζοντας να την χρησιμοποιήσει καιροσκοπικά, όπως και πιθανότατα έκανε σε αναρίθμητες περιπτώσεις· και αποδεικνύεται επίσης ότι μία από τις εγγυητικές αρχές της δημοκρατίας, η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, έχει από καιρό αρθεί σε αυτή τη χώρα – πράγμα που επίσης το γνωρίζαμε, από τον μακάβριο χορό των λεγόμενων «αντιτρομοκρατικών» διώξεων, όπου επανειλημμένα βλέπαμε, όπως ξαναβλέπουμε σε τούτη την οπερετική δίωξη της Χρυσής Αυγής, μια αηδιαστικά υποτελή δικαστική εξουσία να κινείται ή να μαρμαρώνει κατά την εκάστοτε κυβερνητική εντολή. Αν πάλι η κατηγορία αποδειχθεί αστήρικτη, και κανένα τεκμήριο δεν μπορέσει να παρασχεθεί που να βεβαιώνει ένα τόσο βαρύτατο έγκλημα, τί άλλο αποδεικνύει η βιασύνη των κυβερνητικών κύκλων να το επικαλεστούν, παρά τη βούληση μιας διεφθαρμένης και τυχοδιωκτικής κυβερνητικής ελίτ να τσακίσει, με οιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο, όσους για οιονδήποτε λόγο θεωρεί ως εμπόδιο στους πολιτικούς της σχεδιασμούς;Γεννάται λοιπόν το κρίσιμο ερώτημα: γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε να διώξει τη Χρυσή Αυγή; Πολλοί απαντούν: επειδή δέχθηκε αφόρητες πιέσεις από το εξωτερικό – από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από φιλοϊσραηλινό λόμπι των ΗΠΑ. Αυτές οι πιέσεις είναι δεδομένες, εδώ και πολύ καιρό μάλιστα, και το ότι το όλο πράγμα σκηνοθετήθηκε τη στιγμή ακριβώς που ο Αντώνης Σαμαράς έφευγε για τις ΗΠΑ, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τραυλίσει από εκεί την αμήχανη και παιδαριώδη δήλωσή του, ξεπερνάει τα όρια της απλής αδεξιότητας στην οποία μας έχει συνηθίσει ένα πολιτικό προσωπικό που παίρνει ως δεδομένο πως απευθύνεται σε ένα κοινό με νοημοσύνη ανάλογη της δικής του. Δεδομένων αυτών των πιέσεων, γίνεται ακόμη πιο αξιοπερίεργη η απροθυμία της κυβέρνησης να εγκαταλείψει έναν πολύτιμο σύμμαχο όπως η Χρυσή Αυγή, όλο αυτό το μακρύ διάστημα που η τελευταία δολοφονούσε βάναυσα μετανάστες στους δρόμους, τρομοκρατούσε συνοικίες και εργατικά σωματεία, έστηνε δίκτυα συνεργασίας με την αστυνομία για ένα φάσμα σκοπών που κυμαίνονταν από τον εκβιασμό και την έξωση αλλοδαπών μέχρι την εκτροπή διαδηλώσεων και μαχητικών διαμαρτυριών… Αντ’ αυτού, όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση προτίμησε ένα είδος συνδιαλλαγής «κάτω από το τραπέζι» με τη νεοναζιστική οργάνωση, που θα μείωνε κάπως την εξωτερική της απείθαρχη εικόνα ενώ θα την έκανε περισσότερο συνεργάσιμη στην πολιτική ατζέντα που υπαγόρευε η ίδια. Η τρομακτικότερη προοπτική ήταν αυτή που ελάχιστα πριν από τα τελευταία καταλυτικά γεγονότα είχαν αρχίσει να διαρρέουν από διαύλους δημοσιότητας τα όργανα της διατεταγμένης δημοσιογραφίας: μια ενδεχόμενη μετεκλογική συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή – σενάριο που κυριολεκτικά παγώνει το αίμα… Η ψυχοπάθεια όμως της τελευταίας, σε συνδυασμό με την υπερβάλλουσα βεβαιότητα ότι παίζει στον δικό της χώρο και δεν έχει να φοβηθεί κανέναν, την οδήγησε στη μοιραία υπέρβαση των ορίων που της είχαν χαραχθεί. Το πέρασμα από τις δολοφονίες μεταναστών σε δολοφονίες Ελλήνων έθετε σε δοκιμασία τα όρια ανοχής ακόμα και της πιο εξαχρειωμένης κοινής γνώμης· αλλά το κρίσιμο σφάλμα της Χρυσής Αυγής, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, δεν ήταν τόσο η δολοφονία του Παύλου Φύσσα όσο τα επεισόδια στις γιορτές τού Μελιγαλά, όπου τόλμησε να προπηλακίσει τους ίδιους τούς προστάτες της: μην ξεχνάμε ότι, ήδη την παραμονή τής στυγερής δολοφονίας, ο Μάκης Βορίδης, σάρξ εκ της σαρκός τής ελληνικής ακροδεξιάς, αποκάλεσε τη Χρυσή Αυγή «τρομοκρατική οργάνωση» και προανήγγειλε τη δίωξή της· η δολοφονία που ακολούθησε απλώς έλυσε και τύποις τα χέρια της κυβέρνησης απέναντι σε ένα ακροδεξιό και ρατσιστικό εκλογικό ακροατήριο που δεν έχει πάψει εποφθαλμιά (και το οποίο, άλλωστε, επί δεκαετίες εξέθρεψε και διαφύλαξε στους κόλπους της). Έτσι, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, όπως λέμε: εξασφάλιση εχεγγύων νομιμότητας και επαίνων από τους έξωθεν προστάτες της, από τη μία πλευρά, και απαλλαγή από το αγκάθι ενός εκλογικού ανταγωνιστή που, αν δεν ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί, μπορούσε να οδηγήσει το θεσμικό κόμμα της Δεξιάς σε αληθινή πανωλεθρία, από την άλλη.

Όχι μόνο, λοιπόν, δεν χρειάζεται να συγχαρούμε την κυβέρνηση για την καταστολή της Χρυσής Αυγής, αλλά και πρέπει να συνεχίσουμε τον αντιφασιστικό αγώνα εναντίον της ίδιας αυτής κυβέρνησης που, δένοντας μια ολόκληρη χώρα στις επιταγές του διεθνούς κεφαλαίου, καταστέλλοντας με κάθε διαθέσιμη μορφή βίας, εκβιασμού, ψευδολογίας και εξαπάτησης οιοδήποτε ίχνος αντίστασης πάει να γεννηθεί, την οδήγησε σαν αμνό επί σφαγή σε ένα μνημειώδες αντίστοιχο της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που γεννάει με μαθηματική ακρίβεια συνθήκες Βαϊμάρης. Εν πάση περιπτώσει, αν κάποιος καταλαβαίνει αυτό το πολύπλοκο και τεταμένο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα στην κυβέρνηση (και δεν εννοώ με αυτό βέβαια μόνο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας) και την ακροδεξιά τρομοκρατία, δεν μπορεί να γεννηθεί καν ερώτημα για τη φύση της Χρυσής Αυγής. Και μια τέτοια επίδειξη προσποιητής άγνοιας, προπαντός, δεν μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν αναλυτή σαν τον Τάκη Φωτόπουλο. Αναφέρομαι στη διαδικτυακή του ανάρτηση της 22ας Σεπτεμβρίου με τίτλο «Ο περισπασμός της Χρυσής Αυγής» (www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/). Με όλο τον σεβασμό για τις σημαντικές οικονομικές του αναλύσεις, και την παθιασμένη αντικαπιταλιστική του στράτευση με την επεξεργασία προγραμμάτων αυτού που αποκαλεί περιεκτική δημοκρατία, έχουμε εδώ μια εξαιρετικά παραπλανημένη, και παραπλανητική, πολιτική εκτίμηση που η αστοχία της ξεπερνάει κάθε προηγούμενο εκ μέρους αυτού του διανοητή. Πολλές φορές ο ξύλινος λόγος του Τάκη Φωτόπουλου έχει γίνει πηγή δυσφορίας σε ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να νιώθουν αλληλέγγυοι με τα πολιτικά του οράματα. Πρέπει όμως να καταλάβουμε ότι αυτό που λέμε ξύλινος λόγος δεν είναι «απλώς» αισθητικό πρόβλημα· προδίδει κατά κανόνα αγκυλωμένη και στερεοτυπική σκέψη, σκέψη που λειτουργεί με την ακαμψία μηχανής βάσει μανιχαϊκών διπόλων, η οποία δεν μπορεί να διακρίνει νοηματικές αποχρώσεις και η οποία είναι εντελώς αδύνατον να αποστασιοποιηθεί από το μονολιθικό γράμμα των υιοθετημένων της διατυπώσεων. Δεν έχω άλλον τρόπο να εξηγήσω πώς ο συγκεκριμένος διανοητής καταλήγει σε μια εκτίμηση όπως ότι «η Χρυσή Αυγή δεν είναι συστημική οργάνωση» – πράγμα που δεόντως εκτίμησε η ίδια η «Χρυσή Αυγή» σε δική της ανάρτηση… Ας δούμε όμως το ίδιο το κείμενό του:

Το γεγονός […] ότι η Χ.Α. είχε κάποιους προστάτες στο «σύστημα» κάθε άλλο παρά την κάνει, από μόνο του, «συστημική» οργάνωση, όπως κάποιοι αφελώς, και πολλοί άλλοι εκ του πονηρού, υποστηρίζουν. Είναι άλλωστε γνωστό ότι εδώ και καιρό έχει ξεσηκωθεί κατά της Χ.Α. όχι μόνο το ντόπιο κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένης της εκφυλισμένης «Αριστεράς» που υποστηρίζει τους μετανάστες, μαζί με τους Σύρους και Λίβυους «επαναστάτες» που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη σφαγή του συριακού και του λιβυκού λαού! Το ίδιο συμβαίνει με τα όργανα της Υπερεθνικής και της Σιωνιστικής Ελίτ (πολιτικά, οικονομικά, ΜΜΕ, ΜΚΟ, κλπ.) που ομόφωνα απαιτούν την απαγόρευση της Οργάνωσης – ανεξάρτητα βέβαια από το τί λέει το 15%-20% του ελληνικού λαού και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το Σύνταγμά μας (που προφανώς το γράφουν στα παλιότερα των παπουτσιών τους) δεν επιτρέπει παρόμοιο μέτρο.Και δεν είναι συστημική οργάνωση όχι μόνο εξαιτίας της άγριας δίωξης που υφίσταται από τις ντόπιες και διεθνείς ελίτ, αλλά και με βάση τους προγραμματικούς στόχους της που είναι παρόμοιοι με τους στόχους κάθε ιστορικού εθνικοσοσιαλιστικού ή «φασιστικού» κόμματος: αντίθεση τόσο στο κεφάλαιο όσο και στην αυτόνομα οργανωμένη εργασία, οικονομική αυτάρκεια, εθνικοποίηση ενεργειακών πηγών, «Ευρώπη των εθνών» αντί για τη σημερινή «Ευρώπη του κεφαλαίου», κλπ. Ομως όλ’ αυτά είναι ανάθεμα για την Υ/Ε που διαχειρίζεται την παγκοσμιοποίηση και, σε συνεργασία με την ντόπια ελίτ, έχει επιβάλει την οικονομική κατοχή στο λαό μας, που οδηγεί στην πλήρη οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων […] Όμως, όπως ανέφερα, ο φασιστικός χαρακτήρας μιας πολιτικής οντότητας δεν καθορίζεται μόνο από τη στάση της σε σχέση με τη βία αλλά, κυρίως, από τους προγραμματικούς στόχους της.Άλλο, βέβαια, ότι η Χ.Α. (όπως και άλλες παρόμοιες οργανώσεις) ζει σήμερα στη δεκαετία του 1930 των κρατών-εθνών, εφ’ όσον βέβαια κανένας από τους προγραμματικούς στόχους της δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς και, ακόμη χειρότερα, χωρίς άμεση έξοδο από την Ε.Ε., που η Χ.Α. δεν τολμά να ζητήσει! Αλλά, αν η Χ.Α. με βάση το πρόγραμμά της δεν είναι συστημική οργάνωση (πράγμα που δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι αντισυστημική), τότε γιατί άραγε να έχει κάποιους προστάτες μέσα στο σύστημα; Εδώ ερχόμαστε στο πιο επικίνδυνο κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστικό της Χ.Α.

Είναι γνωστό ότι η Υ/Ε σήμερα χρησιμοποιεί τις παντός τύπου διαιρέσεις (πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές κλπ.) σε κάθε χώρα για να αλώσει και ενσωματώσει τους λαούς στη Νέα Διεθνή Τάξη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της κοινοβουλευτικής χούντας (π.χ. Μέση Ανατολή). Με δεδομένο ότι σύντομα θα καταλάβει και ο τελευταίος αφελής τί πραγματικά σημαίνουν τα πρωτογενή πλεονάσματα κλπ. (είτε σήμερα τα επιβάλλει η κοινοβουλευτική χούντα είτε αύριο μια κυβέρνηση της «Αριστεράς»), η κοινωνική έκρηξη είναι θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κάλλιστα πιθανό ότι η Χ.Α. θα μπορούσε να αποτελέσει έναν τέλειο περισπασμό από τον πραγματικό φασιστικό κίνδυνο που αντιμετωπίζουμε: την ολοκλήρωση της οικονομικής καταστροφής των λαϊκών στρωμάτων στα χέρια της Υ/Ε και της ντόπιας ελίτ. Έναν περισπασμό που, στην ανάγκη, θα μπορούσαν να τον εξωθήσουν ακόμη και στα όρια του εμφυλίου πολέμου, όπου τα εξαθλιωμένα από την παγκοσμιοποίηση λαϊκά στρώματα (ανένταχτα ή της Αριστεράς) θα πολεμούσαν τα αντίστοιχα εξαθλιωμένα στρώματα κάτω από τη σημαία της Χ.Α. και παρόμοιων οργανώσεων…

Ο όρος «συστημικό», με τη σημασία που χρησιμοποιείται εδώ, είναι ένας νεολογισμός του Τάκη Φωτόπουλου (παρότι έχει περάσει σε ευρύτερη χρήση τα τελευταία χρόνια). Αν, εν πάση περιπτώσει, υπονοεί το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα κατά τη σημερινή του ολοκληρωτική μετάλλαξη όπου όλες οι φιλελεύθερες διαμεσολαβήσεις ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική έχουν αρθεί, πρέπει ––αφήνοντας προς στιγμήν κατά μέρος κάθε συναισθηματική αντίδραση–– να δούμε ποιες ακριβώς από τις δράσεις της Χρυσής Αυγής δεν υπηρετούν τα συνασπισμένα βιομηχανικά, χρηματοπιστωτικά, εργολαβικά και κυβερνητικά συμφέροντα. Μήπως η τρομοκράτηση, οι κτηνώδεις ξυλοδαρμοί και οι απροκάλυπτες δολοφονίες μεταναστών· ο τραμπούκικος εκβιασμός εργοδοτών να απολύσουν αλλοδαπούς εργαζόμενους που απασχολούν· οι θρασύτατες εισβολές σε νοσοκομεία και βρεφονηπιακούς σταθμούς για να πετάξουν έξω έγχρωμα παιδιά και νοσηλευόμενους – και πολλές από αυτές τις «επιχειρήσεις» υπό την εποπτεία ανώτερων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας (και όχι μόνο στην αστυνομική σφηκοφωλιά του Αγίου Παντελεήμονα); Είναι μόνο ένας παρωχημένος εθνικισμός εδώ, οσοδήποτε αποκρουστικός, ή η μεθοδευμένη στρατηγική του σύγχρονου παγκοσμιοποιούμενου κεφαλαίου να καρφώσει την εργατική δύναμη σε αμετακίνητα εδαφικά όρια, τσακίζοντας τις μεταναστευτικές ροές κατ’ αντίθεσιν προς το υπερεθνικά κινούμενο κεφάλαιο, που είναι βασικός όρος για την απομύζησή της; Και η ευκαιριακή εκμετάλλευσή αυτής της στρατηγικής από τους Έλληνες λούμπεν-εργοδότες, που το μόνιμο καθεστώς τρόμου και ημιπαρανομίας του μεταναστευτικού πληθυσμού είναι εκείνο που τους εξασφαλίζει εξευτελιστικά φτηνή ή και εντελώς απλήρωτη εργασία; Ας δούμε όμως μιαν άλλη πτυχή της δράσης της: είναι η επίθεση σε βουλευτές, μέλη και ακτιβιστές αριστερών κομμάτων ή οργανώσεων· η βίαιη διάλυση ναυτεργατικών ή εργοστασιακών σωματείων και η αντικατάστασή τους με «εθελοντικά» μέλη της οργάνωσης ελεγχόμενα από τα επιτελικά της κέντρα· η ανακοπή δημόσιων κινητοποιήσεων, διαδηλώσεων ή μαχητικών διαμαρτυριών, είτε υπό τη μορφή μετωπικής σύγκρουσης με τους διαδηλωτές σε αρραγή σχηματισμό με τις ένστολες δυνάμεις καταστολής είτε υπό τη μορφή εσκεμμένων προβοκατόρικων δράσεων μέσ’ από τους κόλπους τους ––για να μην αναφέρω καθόλου εδώ ζητήματα προστασίας σε νυχτερινά κέντρα, εμπλοκής σε λαθρεμπορία και πορνεία, ξεπλύματος μαύρου χρήματος, κλπ.–– με οιαδήποτε έννοια «μη συστημικές» δράσεις, τη στιγμή ακριβώς που το κύριο μέλημα του «συστήματος», αυτού ακριβώς του συστήματος που δεν έχει αντίρρηση να κάνει τη χώρα μια ζοφερή αποικία χρέους εφόσον αυτό υπόσχεται να διαιωνίσει τα κέρδη των παρασιτικών κεφαλαιοκρατικών της τάξεων, είναι να πλήξει εν τη γενέσει τους όλες τις μορφές αντίδρασης που πασχίζει να συγκροτήσει ένας ρημαγμένος λαός; ΄Η είναι εξωγενής παράγοντας στο «σύστημα» ένας αρχηγός που έχει υπάρξει, σε ό,τι αφορά το δημοσίως γνωστό μέρος της σταδιοδρομίας του, από καταδότης της ασφάλειας μέχρι μισθοδοτούμενος πράκτορας των κρατικών υπηρεσιών κατασκοπείας; Αν βέβαια κάποιος μου πει ότι τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί, δεν ήταν γνωστό ούτε στη δημόσια γνώμη ούτε στις εισαγγελικές και διωκτικές αρχές, τότε είμαι πρόθυμος να δεχτώ ως άκυρη όλη την επιχειρηματολογία μου.Ο Τάκης Φωτόπουλος διαπράττει δύο σοβαρά συλλογιστικά σφάλματα. Πρώτον, ταυτίζει αφελώς τους ουσιώδεις πολιτικούς σκοπούς της Χρυσής Αυγής με τους συνθηματολογικούς της πομφόλυγες. «Αντίθεση τόσο στο κεφάλαιο όσο και στην αυτόνομα οργανωμένη εργασία, οικονομική αυτάρκεια, εθνικοποίηση ενεργειακών πηγών, “Ευρώπη των εθνών” αντί για τη σημερινή “Ευρώπη του κεφαλαίου”, κλπ.» μας φέρνουν σχεδόν μέχρι του σημείου να συμπαθήσουμε τη Χρυσή Αυγή, αν δεν είχαμε τόση εύγλωττη ιστορική πείρα. Όλες οι μορφές φασισμού, και η ειδεχθέστερη όλων, ο γερμανικός ναζισμός, προέβαλαν στο προσκήνιο ως μορφές ρομαντικού αντικαπιταλισμού με συνθηματολογία ικανή να μιλήσει στις καρδιές των στερημένων μαζών· από τη στιγμή όμως που πήραν την επίζηλη εξουσία, έγιναν η πιο άκαμπτη δύναμη προάσπισης των πτοημένων από την οικονομική κρίση και τις εργατικές εξεγέρσεις κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων, που τα διέσωσαν τη στιγμή του κλονισμού για να τα παραδώσουν εκ νέου στους ιστορικούς τους κατόχους. Ουσιώδης ιδεολογικός πυρήνας κάθε φασιστικού μορφώματος είναι η ταύτιση με την ισχύ, το μίσος για την αδυναμία και ό,τι την ενσαρκώνει, πράγμα που καθορίζει και τους αντικειμενικούς του πολιτικούς σκοπούς. Αυτό το αντιλαμβάνονται καλύτερα οι ίδιες οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ, που ξέρουν πόσο μπορούν να στηρίζονται, σε καιρούς κρίσης και πολιτικής αβεβαιότητας, στα ημιπαράφρονα τάγματα εφόδου, γελώντας ειρωνικά με τους «προγραμματικούς στόχους» τους.Δεύτερον: αφήνει την κρίση του να παγιδευτεί από την ταυτότητα των περιστασιακών αντιπάλων της Χρυσής Αυγής. «Τα όργανα της Υπερεθνικής και της Σιωνιστικής Ελίτ» μπορεί να κάλλιστα να έχουν δικούς τους λόγους να θέλουν την εκκαθάριση μιας νεοναζιστικής οργάνωσης, όπως και το «ντόπιο κατεστημένο» εάν αυτή κριθεί ως εμπόδιο για συγκεκριμένους τακτικούς χειρισμούς του· αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όποιος είναι εχθρός της υπερεθνικής και σιωνιστικής ελίτ, και πολέμιος του ντόπιου κατεστημένου, είναι αυτόχρημα φίλος και σύμμαχος της Χρυσής Αυγής! Το αξίωμα «ο εχθρός τού εχθρού μου είναι φίλος μου» απηχεί μία βάναυσα εργαλειακή προσέγγιση στην πολιτική, που θα έπρεπε να είναι ανάθεμα για κάθε αξιακά προσανατολισμένο κίνημα χειραφέτησης. Με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος, τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου, στο όνομα του αντι-ιμπεριαλισμού να συμμαχήσει με τις δυνάμεις του Άξονα, από τη στιγμή που οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της εποχής ––η Βρετανία, η Γαλλία, οι ανερχόμενες ΗΠΑ–– συνασπίστηκαν εναντίον του (πράγμα που όντως έκαναν ορισμένα ιθαγενή κινήματα σε αποικιοκρατούμενες χώρες)! Στην πραγματικότητα, από την καλώς εννοούμενη επαναστατική σκοπιά, που καθοδηγείται από ένα αταλάντευτο όραμα ισότητας και αυτοδιαχείρισης για όλη την ανθρωπότητα, η φιλελεύθερη θριαμβολογία της παγκοσμιοποιούμενης αγοράς και τα εθνοσωβινιστικά ξεσπάσματα μίσους πρέπει να δείχνονται ως τα πραγματικά «δύο άκρα» της κυρίαρχης ιδεολογίας τής ισχύος, που επικοινωνούν στην κοινή τους αρχή τής «επιβίωσης του ισχυροτέρου», με οιοδήποτε τίμημα.

Πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι το φασιστικό ανακλαστικό είναι μια αυτοτελής απειλή για τις ανθρώπινες κοινωνίες, που παρότι τροφοδοτείται από, δεν ανάγεται κατά οιονδήποτε απλό τρόπο στις συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής χειραγώγησης. Αντιπροσωπεύει ένα βαθύ και μοιραίο τραύμα στην ίδια τη ρίζα τής ζωής, που μετασχηματίζει με τον αμείλικτο τρόπο μυθικού μηχανισμού τη ματαίωση σε ατέρμονο μίσος, και το μίσος σε καταστροφική και αυτοκαταστροφική δράση. Είναι η πιο ανησυχητική ένδειξη μιας καλπάζουσας συλλογικής παθολογίας, εκείνης που κάνει τους ανθρώπους ανίκανους να υψώσουν οιουσδήποτε ορθολογικούς φραγμούς στην οικονομική εκμετάλλευση, στη σεξουαλική καταπίεση και αυτοκαταπίεση, στην πολιτική χειραγώγηση και σε κάθε μορφή ανισότητας και ανελευθερίας. Ο διαστροφικός ψυχολογικός του πυρήνας εκπροσωπείται παραδειγματικά στον μηχανισμό της λεγόμενης ταύτισης με τον επιτιθέμενο. Και αυτό είναι, στην πραγματικότητα, το κλειδί στο μυστήριο της ελληνικής παθητικότητας, ενόψει μιας προϊούσας κοινωνικής καταστροφής αδιανόητων διαστάσεων που, ορθολογικά κρίνοντας, θα δικαιολογούσε κοσμογονικές εξεγέρσεις συγκρίσιμες με τις πιο σημαδιακές τέτοιες του εικοστού αιώνα. Το εφιαλτικότερο στην υπόθεση της Χρυσής Αυγής, κατά την εκτίμησή μου, δεν είναι η ίδια η ύπαρξη μιας δολοφονικής ακροδεξιάς οργάνωσης – διότι η ελληνική ακροδεξιά, δυστυχώς, είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει πάψει να επιζεί και να τρέφεται από το βαθύ και ανεπεξέργαστο συλλογικό τραύμα του εμφυλίου, και όλοι έχουμε γνωρίσει τις ανατριχιαστικές όψεις και το μέγεθος της κτηνωδίας της· είναι η απήχηση που έχει ο λόγος μιας τέτοιας οργάνωσης σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα, πολλαπλώς στερημένα ή απειλούμενα που κανονικά δεν θα είχαν κανέναν συμφέρον από την ταύτιση μαζί της: στρώματα βεβαίως του χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, που ο διάχυτος και ανεπεξέργαστος ορθολογικά φόβος κινητοποιεί μέσα τους ένα αρχαϊκό ανακλαστικό μανιασμένης επίθεσης στον πρώτο αποδιοπομπαίο τράγο που θα τους υποδειχθεί. Και η ταύτιση με την ίδια τη δύναμη που τους απειλεί είναι ένα πανίσχυρο καταπραϋντικό στους σπασμούς της αγωνίας τους, το οποίο γνωρίζουν καλά να χειρίζονται οι θύτες τους. Η μοίρα της συγκεκριμένης Χρυσής Αυγής δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία· εκείνο που έχει σημασία είναι η σαδομαζοχιστική αγωγή που προσέφερε στις εξαθλιούμενες ελληνικές μάζες προς όφελος των κυρίων τους – η οποία θα συνεχίσει ασφαλώς να προσφέρεται από νέους διαύλους, συστημικούς και παρασυστημικούς.

Αναδημοσίευση από: http://poetrybar.blogspot.gr/2013/10/blog-post_15.html

Ο Μέγας Ανατολικός – Ανδρέας Εμπειρίκος (απόσπασμα)

empir
Ο ουρανός εξηκολούθει να είναι καθαρός και οι αναρίθμητοι αστέρες εσπίθιζαν εις τήν αδιατάρακτον γαλήνην τής νυκτός. Ο «Μέγας Ανατολικός» γλιστρούσε εις τά σκοτεινά νερά ως υπερκόσμιον φάντασμα και προχωρούσε εις τό αυροφίλητον έρεβος, ουχί ως μονάς, αλλά ως ολόκληρη αρμάδα, νύκτωρ εξορμήσασα, με όλα τά φώτα της αναμμένα, ως στόλος πανηγυρικός και ατρόμητος, πλέων, εν πυκνώ σχηματισμώ, προς κατάκτησιν ενός νέου κόσμου. Ο Ανδρέας Σπερχής μόλις τώρα κατήρχετο από τήν γέφυραν. Επωφελούμενος τής ερημιάς, ήθελε να βηματίση μόνος του εις εν εκ τών καταστρωμάτων τής πρώτης θέσεως. Η ευκαιρία ήτο πράγματι λαμπρά. Ουδείς ευρίσκετο εκεί τήνώραν εκείνην, και ο δροσερός αήρ ήτο κατάλληλον αντίδοτον προς μετριασμόν τής φωτιάς που κατέκαιε τήν ψυχήν του.
Ω, πόσον διαφορετικόν θα ημπορούσε να είναι τό ταξίδιον τούτο, εσκέπτετο ο Σπερχής με σπαραγμόν, ενώ εβημάτιζε επάνω-κάτω. Πόσον διαφορετικόν, επανελάμβανε ενδομύχως, και έβλεπε τόν εαυτόν του στηριζόμενον εις τήν κουπαστήν, εις τό πλευρόν τής Βεατρίκης και ψιθυρίζοντα λόγια αγάπης φλογερά, ενώ εκείνη τόν ήκουε με σιωπηλήν περιπάθειαν, μεθυσκομένη από τήν θέρμην τού έρωτός του, με τήν ωραίαν της καστανήν κόμην κυματίζουσαν εντεύθεν και εκείθεν τού προσώπου της, που ωμοίαζε με πρόσωπον ωραίας Φλωρεντινής τού Πιέρρο Φραντσέσκα ντέλλα Μοργκέζε, ή τού Αλεσσάντρο Μποτιτσέλλι, με τά επιμήκη καστανά και υποκύανα εις τό άσπρο των μάτια της συλλαμβάνοντα τήν φλόγα τού έρωτός του και όλας τάς μαρμαρυγάς τών άστρων. Αντ’ αυτού —εξηκολούθει να σκέπτεται ο Σπερχής— τούτο τό μοναχικόν και μελαγχολικόν ταξίδιον, με τήν πικρίαν ριζωμένην εις τήν καρδίαν του, χωρίς καμμίαν σαφή προοπτικήν μπροστά του, και με τήν έμμονον ιδέαν ενός απολεσθέντος παραδείσου εμφωλεύουσα αδυσωπήτως εις τόν νούν του. Ω, ας ήτο εφιάλτης μόνον, τό τελευταίον τούτο δίμηνον τού μαρτυρίου του. Ας αφυπνίζετο αιφνιδίως, και ας μην ήτο πλέον ο προγεγραμμένος, αλλά ο εκλεκτός, ο προτιμηθείς από τήν Βεατρίκην άνδρας, και, κατά συνέπειαν, ο ευτυχέστερος άνθρωπος εις τόν κόσμον.
Ο Ανδρέας Σπερχής, κατάκοπος από τήν πολύωρον ορθοστασίαν εις τήν γέφυραν και από τούς βηματισμούς εις τό κατάστρωμα, δια τών οποίων προσεπάθησε να καταπραΰνη ολίγον τόν σάλον τής ψυχής του και να εκδιώξη τάς οδυνηράς φαντασιώσεις του, εκάθησε επί ενός πάγκου, ευρισκομένου μακράν από τό άμεσον φως τών φανών, και με ύφος περίλυπον ήκουε τόν ρυθμικόν γδούπον τής έλικος και τόν αφρόεντα παφλασμόν, που προεκάλουν με τάς σταθεράς περιστροφάς των εις τήν θάλασσαν τά πτερύγια τών τεραστίων τροχών τού υπερωκεανείου.
Τί περίεργον! Αι ώραι παρήρχοντο τόσον βραδέως, και όμως η ημέρα είχε ανατείλει! Εν άρωμα από γαρδένιες και γαζίες εγέμιζε τόν αέρα. ∆ύο ελαφρά και επιμήκη σύννεφα έπλεαν εις τόν ουρανόν, σαν νησίδες εις πέλαγος γαλάζιο, ροδίζοντα συνεχώς από τάς πρώτας ακτίνας τού ηλίου που τά ήγγιζαν. Τό άγγιγμα τούτο ήτο σαν μία θωπεία εραστού εις τά βυζιά, ή τό αιδοίον, μίας κόρης δια πρώτην φοράν θωπευομένης, ή εις τούς μαστούς και τό αιδοίον μίας γυναικός ερωτευμένης, που,κατόπιν μακράς αναμονής, συνευρίσκεται με τόν εραστήν της. Εν δροσερόν ψιμύθιον αφρού ανήρχετο από τά ελαφρότατα κύματα που διέτρεχαν ως ρίγος ηδυπαθείας τήν επιφάνειαν τών πρωινών υδάτων, και διεσκορπίζοντο επί τού πελωρίου σκάφους, καθώς και επί τών χειρών και τού προσώπου τού Ανδρέου Σπερχή. Θα έλεγε κανείς, ότι η ώρα προμηνούσε κάτι τό ασύνηθες, κάτι τό θαυμαστόν — ίσως τήν αναπήδησιν εκ τής θαλάσσης μιας σποράδος εξαισίας, ή τήν εμφάνισιν εις τόν ουρανόν ενός σέλαος ανεσπέρου.
« Ανατολή! Ανατολή ! » εψιθύρισε αγαλλιών ο Έλλην ποιητής, και πάσα θλίψις άπεπτη από τήν ψυχήν του. Εν αίσθημα όλβου και μια γαλανή γαλήνη εγέμισαν τώρα τήν μέχρι προ ολίγου ακόμη σφαδάζουσαν καρδίαν του. Κάτι επέκειτο. Κάτι οριστικόν, ευδαιμονικόν και τελεσίδικον — κάτι, όπως η γέννησις μίας κόρης ουρανίας, κάτι, όπως η γέννησις τής Αφροδίτης! Και ιδού που τό εκπληκτικόν, τό θαυμαστόν συνετελέσθη! Μία νεάνις ωραιότατη, με καστανά μαλλιά και βελούδινα μάτια, εστάθη προ τού ποιητού και τού έτεινε τήν χείρα. « Βεατρίκη! » ανεφώνησε αφυπνιζόμενος ο Σπερχής και τό ωραίον όνειρον εχάθη.